Friday, February 11, 2005

'Οριο Κ-Τ

«Ο επόμενος, παρακαλώ...»
Η διπλανή μας ουρά προχώρησε ακόμα ένα βήμα και γύρισα να κοιτάξω εκνευρισμένος. Ο υπάλληλος στη δική μας πόρτα εισόδου είχε εξαφανιστεί και μας είχε αφήσει, εμένα, το Σκόλνι κι άλλους 15 επαγγελματίες διαστημο-τρακτοράδες σύξυλους με τα μπαγκάζια μας να τον περιμένουμε. Ο μακαρίτης ο Μέρφυ είχε πει οτι η άλλη ουρά προχωράει πάντα πιο γρήγορα και μέχρι τώρα δεν έχει αποτύχει ούτε μια φορά, ο βρωμιάρης. Το ολόγραμμα πάνω από την είσοδο άλλαζε εντυπωσιακά χρώματα και πληροφορούσε πως «Αναχώρηση σκάφους Edwin Aldrin 21:50. Είσοδος επαγγελματιών.» Κι από κάτω: «Παρακαλώ περιμένετε. Ευχαριστούμε για την κατανόηση». Τώρα μάλιστα. Ο Σκόλνι πίσω μου δεν έβγαζε μιλιά και φαινόταν να έχει καρφωθεί στην τεράστια ημισφαιρική οθόνη στο κέντρο της οροφής. Διαφημίσεις για κρουαζιέρες στο Χάροντα, οκταπλές λεπίδες ξυρίσματος κι από καιρό σε καιρό ο Πρόεδρος στο εβδομαδιαίο μύνημά του προς την Ανθρωπότητα των 4—πια—Αστρικών Συστημάτων για «Ειρήνη και Ασφάλεια στο Ηλιακό Σύστημα, με οποιοδήποτε μέσο και ίσως και με θυσίες». Περίμενα το συνηθισμένο χείμαρρο από βρισιές του Σκόλνι για τον Πρόεδρο, τους μπάτσους, τον υπάλληλο της πύλης, όλα. Τίποτα, ούτε λέξη. Σήκωσα τους ώμους και ξανακοίταξα τη διπλανή ουρά, των κανονικών επιβατών. Ένας ένας, άφηναν τις βαλίτσες τους πάνω σ’ένα ιμάντα που απλώς τις μετέφερε στην άλλη μεριά. Οι ίδιοι κάθονταν σε μια καρέκλα, αρκετά αναπαυτική, φτιαγμένη όμως έτσι ώστε να κρατάει το κεφάλι εντελώς ακίνητο. Μετά τους ζητούσαν να κλείσουν τα μάτια και να χαλαρώσουν κι η καρέκλα τους περνούσε μέσα από ένα μικρό μεταλλικό τούννελ. Οι χαρτογραφημένες συνάψεις του εγκεφάλου υπεύθυνες για την κοινωνική προσαρμοστικότητα, την επιθετικότητα και την αυτοσυντήρηση αποτυπώνονταν με μια στιγμιαία μαγνητική τομογραφία. Ακολουθούσαν μερικά τυποποιημένα ερεθίσματα και οι αντιδράσεις των εγκεφαλικών κέντρων καταγράφονταν σε βαθμονομημένες κλίμακες—όλα αυτά σε 5 δευτερόλεπτα. Ένας εκπαιδευμένος αστυνομικός—ψυχονόμους τους λένε, αν και κυκλοφορούν κι άλλα, ελάχιστα κολακευτικά ονόματα—τα κοίταζε στα γρήγορα κι έδινε έγκριση για επιβίβαση, ή όχι.
Έτσι γίνεται ο έλεγχος στα τέλη του 21ου αιώνα. Κάποτε έκαναν έλεγχο χειραποσκευών για τυχόν επικίνδυνα αντικείμενα που μπορούσαν να γίνουν όπλα. Από τότε που κατάλαβαν οτι κάποιος, αν θέλει, μπορεί να καταλάβει ένα σκάφος—οτιδήποτε, από το κρουαζιερόπλοιο Ρώμη-Τύνιδα μέχρι το διαστημολεωφορείο για τον Τιτάνα—χρησιμοποιώντας ένα σπασμένο μπράτσο από πολυθρόνα, εξετάζουν την επιθυμία σου για βία και τη θέλησή σου να πεθάνεις κατευθείαν μέσα στο κεφάλι σου. Κάποιος που είναι «ασφαλής και κοινωνικά προσαρμοσμένος» μπορεί αν θέλει να κουβαλάει ένα κανόνι λέιζερ μαζί του. Δεν ελέγχουν πια το όπλο: το χέρι ελέγχουν.

Η ουρά των επιβατών μεγάλωνε, και μερικοί είχαν αρχίσει ν΄ανυπομονούν. Αφηρημένος βρέθηκα να κοιτάζω τη μύτη ενός γυναικείου παπουτσιού που χτυπούσε ρυθμικά το πάτωμα. Ήταν μια γόβα μαύρη, δερμάτινη, που έδενε με λουράκι πάνω από το γυμνό κουντεπιέ. Μια γόβα του φλαμένκο; Ακολούθησα το πόδι προς τα πάνω: μια μονόχρωμη ολόσωμη φόρμα πάνω σ’ένα αδύνατο, γυμνασμένο σώμα, ένα ιατρικό σήμα στον ώμο κι ένα πολύ έντονο καστανό βλέμμα που ξαφνικά γύρισε και με κοίταξε ίσια στα μάτια. Τα’χασα, όπως μου συμβαίνει συνήθως, και κοίταξα ξανά το πάτωμα ψάχνοντας να βρω κάτι άλλο να εστιάσω, κατά προτίμηση μια βαλίτσα που συνήθως δεν ανταποδίδει τα βλέμματα.
«Τι γίνεται, στρατιώτη, ασχολούμαστε με τις διπλανές ουρές και μετά ψάχνουμε κάπου να κρυφτούμε; Χα!»
Η διαπεραστική και περιπαικτική φωνή του Σκόλνι μ’ έκανε να τιναχτώ. Γύρισα να τον αντικρύσω κι αμέσως κατάλαβα γιατί είχε κολλήσει το βλέμμα του στην οθόνη πριν για τόσην ώρα χωρίς να τον νοιάζει τι γίνεται τριγύρω. Ήταν χλωμός, τα μάτια του κόκκινα, θα’λεγες οτι είχε να κοιμηθεί τρεις μέρες, αν δεν υπήρχε κι ένα ηλίθιο χαμόγελο χωρίς λόγο καρφωμένο στη φάτσα του. Ήταν καπνισμένος πέτρα, ως εκεί που δεν παίρνει άλλο.
«Ρε Σκόλνι, αρχίσαμε πάλι; Μήνες έχω να σε δω έτσι!»
«Ημιανάπαυση, φαντάρε! Κρίνεις τον ανώτερο; Ο ανώτερός σου φεύγει από την κωλο-Γη και τους εγκεφαλο-ελέγχους της και γιορτάζει!»
«Καλά, και το πράμα που το βρήκες; Τον κολλητό σου απ’το Άμστερνταμ τον τσάκωσαν πριν 3 μήνες. Και πότε πρόλαβες και το΄κανες, στην τουαλέττα που είχες χαθεί μισή ώρα πριν; Πως στο διάβολο δεν έβαλες μπροστά τους ανιχνευτές καπνού να μας πετάξουν έξω;»
«Ο αρχιλοχίας έχει στοκ, ρε! Κι όσο για τους ανιχνευτές, ο παλιός τους τρέχει γύρω γύρω!»
«Και τώρα, λίγο πριν φύγουμε; Χθες δεν μπορούσες; Ή από απόψε;»
«Ήθελα να’μαι σε καλό κέφι απ΄την αρχή, αλλιώς θα κόψω φλέβες μέχρι να ξεκολλήσουμε από δω και ν’αλλάξει η θέα. Και χθες δε γινόταν.» Έκανε μια κίνηση με το κεφάλι προς τα κάτω κι είπε μια λέξη μόνο. «Τράκτορας.»
Δε χρειαζόταν να το πει, έπρεπε να το είχα σκεφτεί μόνος μου. Ο τράκτορας του Σκόλνι είναι 150 μέτρα μήκος και ζυγίζει δυό χιλιάδες τόννους μαζί με όλα του τα καύσιμα—στη Γη, φυσικά. Εδώ στην τροχιά του Άρη που είμαστε έχει απλώς την αδράνεια όλης αυτής της μάζας-και μιλάμε για αδράνεια, πιστέψτε με που σας λέω. Δεν τον χειρίζεται κανείς αν δεν είναι απόλυτα συγκεντρωμένος. Το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης μέρας ήταν αφιερωμένο στην προσέγγιση και το δέσιμο των τεράστιων ρυμουλκών μας πάνω στο «Edwin Aldrin». Ένας ένας τράκτορας πλεύριζε το σκάφος και τον κατεύθυναν προς τη θέση που θα έδενε και θα ασφάλιζε και που θα έμενε για τους επόμενους 3 μήνες, όσο θα διαρκούσε το ταξίδι για το 48 UMa. Οι μανούβρες για το δέσιμο πάνω στο σκάφος δεν είναι απλή υπόθεση και κοστίζουν πολύ σε καύσιμο. Εκτός του οτι πρέπει να συγχρονιστούν οι περιστροφές, ο τράκτορας πρέπει να έρθει ακριβώς παράλληλα στον άξονα του σκάφους για να θηλυκώσει στους τεράστιους πύρρους που τον συγκρατούν. Ένας έμπειρος πιλότος χρειάζεται, εκτός από την πυροδότηση ανάσχεσης, έξι ως εφτά διορθωτικές μανούβρες για την ευθυγράμμιση. Ο Σκόλνι το έκανε με δύο. Παλιώνει σαν το κρασί, το καθίκι.

Ένα μουρμουρητό ακούστηκε κάποια στιγμή και γύρισα ξανά μπροστά. Ο υπάλληλος ελέγχου της πύλης είχε γυρίσει και το ολόγραμμα τώρα έλεγε «Έλεγχος και επιβίβαση συνεχίζονται κανονικά» και το στάνταρντ επιμύθιο, «Ευχαριστούμε για την κατανόηση». Οι τρακτοράδες απ’αυτό το τελευταίο δεν έχουν και πάρα πολύ. Δε φτάνει που τους έβαζαν να περάσουν από εγκεφαλο-έλεγχο και να επιβιβαστούν σαν τον τελευταίο τουρίστα ή μετανάστη, τους κρατούσαν και στην αναμονή. Ο ψυχονόμος, που ήταν εκεί όλη αυτή την ώρα, εισέπραξε αρκετά βλέμματα μίσους να του φτάσουν για κάμποσες βδομάδες και κάποιος κόντεψε να του σπάσει το χέρι όταν πήγε να του διορθώσει τη στάση του στην καρέκλα.
Εγώ πέρασα προτελευταίος, κι ο Σκόλνι πίσω μου. Άφησε να τον καθίσουν στην καρέκλα απαθής, με τα χαρακτηριστικά του ελαφρά τραβηγμένα και το μισοηλίθιο χαμόγελο του χόρτου, χωρίς τα συνηθισμένα του σχόλια για τη σχέση του ψυχονόμου με το ζωικό βασίλειο και για τα λάθη του Δαρβίνου. Απορούσα τι θα δείξει ο χάρτης εγκεφάλου, στην κατάσταση που ήταν. Ο αστυνομικός πήρε το τυπωμένο χαρτί στα χέρια του, το κοίταξε λίγο, το τσαλάκωσε και το πέταξε περιφρονητικά. Γύρισε σε μένα.
«Ο εγκέφαλος του κολλητού σου έχει τόση δραστηριότητα όση κι ένα συκώτι ψόφιας κατσίκας. Όταν συνέλθει, πες του πως του κάνω χάρη που δεν ψάχνω τα μπαγκάζια του' το χόρτο είναι παράνομο στα διαστρικά ταξίδια, να ξέρετε.»
«Ευχαριστώ, αξιωματικέ, θα φροντίσω να το μάθει η μητέρα του και να του απαγορέψει το επιδόρπιο αύριο.»
«Κάνουμε χιούμορ, αγόρι; Με τις παρέες που κάνεις θα σου κοπεί γρήγορα. Νταλικέρηδες του κερατά...»
Τον παράτησα και προχώρησα στο διάδρομο να βρω το Σκόλνι. Είχα αρχίσει πραγματικά ν’ανησυχώ έτσι που δεν αντιδρούσε καθόλου. Τον είδα να με περιμένει, κοιτώντας με σιχαμάρα τον ψυχονόμο.
«Κοπρόμπατσοι,» είπε. «Κοπρόμπατσοι.»
Ηρέμησα.

* * *

Το Σκόλνι τον γνώρισα στο στρατό, πάνε σχεδόν 5 χρόνια τώρα, ίσως παραπάνω. Ο πόλεμος—οι ταραχές, όπως τον έλεγαν επίσημα—στους Αστεροειδείς είχε σταματήσει μόλις πριν λίγο καιρό και είχαμε ακόμα υποχρεωτική θητεία ένα χρόνο. Στην πραγματικότητα οι ταραχές δεν είχαν σταματήσει ποτέ, αλλά εμείς δεν το ξέραμε τότε. Είχα τρέξει να καταταχτώ με το βλέμμα ν’ αστράφτει και το στήθος φουσκωμένο από ενθουσιασμό' στο μυαλό μου ήταν ήδη γεμάτο μετάλλια εξαιρετικής συμπεριφοράς κι ανδραγαθημάτων:
«Στρατιώτη Χουάν Μορένο, η πατρίδα σου απονέμει την πορφυρή καρδιά ως ελάχιστη αναγνώριση...»

«Φαντάρε, τσακίσου να ελέγξεις τα εφεδρικά κυκλώματα στα γυροσκόπια, πέρνα από την αποθήκη να δεις πόσες μπαταρίες για διόπτρες έχουμε στην καβάτζα και μετά βάλε σκούπα εδώ μέσα!» ήταν στην πραγματικότητα η πιο αβρή φράση που άκουσα ποτέ στο στρατό. Ήταν ο Σκόλνι, αρχιλοχίας τότε στο Σώμα Μεταφορών, ο πρώτος αξιωματικός που με είχε στις διαταγές του κι ο μόνος που θα ήθελα να θυμάμαι από όλους τους καραβανάδες που πέρασα. Χαμογελαστός, μ’ ένα κοφτό, κυνικό χιούμορ τη μια στιγμή' υστερικός, με βλέμμα να γυαλίζει και ουρλιάζοντας διαταγές και βρισιές ταυτόχρονα, την άλλη. Ο πιο κυκλοθυμικός άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου. Υπαξιωματικός καρριέρας που όμως μισούσε το στρατό μ’ όλο του το είναι, όσο μπορεί να μισήσει κάποιος κάτι. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς ακριβώς βρέθηκε με στολή, ίσως ούτε κι αυτός. Το μόνο που περίμενε ήταν να τελειώσουν τα εννιά χρόνια της υποχρεωτικής του παραμονής και μετά να τα βροντήξει και να φύγει. Εντωμεταξύ όμως, οι άλλοι καλά θα έκαναν να μη μπαίνουν στο δρόμο του. Στη μικρή Σεληνιακή βάση εξόρυξης που τον είχαν στείλει, μετά από ποιός ξέρει τι πειθαρχικό παράπτωμα, οι φωνές του αντηχούσαν καθημερινά στα μεταλλικά συμπιεσμένα τολ. Πιανόταν στα χέρια με κάποιον τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Εγώ δε γλύτωνα από τα ξεσπάσματά του, αλλά έδειξε να με συμπαθεί απ’ την αρχή. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, ίσως επειδή παρόλο που ήμουν ένα σπουδασμένο μεσοαστόπαιδο έπαιρνα πολύ σοβαρά την κάθε παραμικρή δουλειά του φαντάρου. Ίσως πάλι επειδή μοιραζόμασταν ένα πράγμα: Το πάθος για τα τεράστια ρυμουλκά εξόρυξης. Οι τράκτορες αποτελούσαν την κύρια ασχολία της βάσης, μια και εκείνη την εποχή το επαναστατικό, πανίσχυρο σύστημα προώθησής τους ήταν ακόμα απόρρητο κι ο χειρισμός και η συντήρησή τους ήταν προνόμιο—ή καταδίκη, για μερικούς—του στρατού. Κάθε αξιωματικός της βάσης, από το διοικητή μέχρι το λοχία-επόπτη υγιεινής είχε δίπλωμα χειριστή κι έκανε βάρδια εξόρυξης από μία ως πέντε φορές το μήνα ανάλογα με το βαθμό ή με τις ποινές του. Οι επαγγελματίες μιναδόροι της βάσης ανατίναζαν από πριν τα κατάλληλα σημεία κάτω από το τεράστιο κομμάτι βράχου, καμμιά φορά μέχρι και 200 μέτρα στη μία του πλευρά, που έπρεπε να βγει από τα σωθικά του Φεγγαριού. Η δουλειά των αξιωματικών ήταν η αγκίστρωση, η αποκόλληση και η πλοήγηση—οι πιο απαιτητικές δουλειές, δηλαδή. Για όλους ήταν αγγαρεία, βαριά δουλειά που ήθελε τεράστια προσοχή, όχι όμως για το Σκόλνι. Νομίζω πως μερικές φορές επιδίωκε να τον τιμωρούν για να κάνει εξόρυξη. Είχε φυσικό ταλέντο, κι ήταν απόλαυση να τον βλέπεις. Έφερνε τον τράκτορα με μια και μόνο γκαζιά στην ακριβή θέση πάνω από το βράχο. Αφού αγκίστρωνε, με τρεις το πολύ πυροδοτήσεις τον είχε ήδη ξεκολλήσει και τον τραβούσε πίσω του στο διάστημα, προς τα εργοστάσια διάσπασης της Σκοτεινής Πλευράς όπου θα έβγαζαν από μέσα του ό,τι πολύτιμο είχε: πάγο και ίχνη μετάλλων. Από μακρυά φαινόταν σα μια πυγολαμπίδα που τραβάει πίσω της ένα τσιμεντένιο πλίνθο—σ’αυτή την αναλογία μεγεθών.
Κάθε φορά που γύριζε από εξόρυξη ήταν ευτυχισμένος για μια-δυο μέρες—τον μεθούσε ίσως η αίσθηση της απίστευτης δύναμης που έχει κάποιος στα χειριστήρια ενός τράκτορα. Αισθάνεσαι οτι μπορείς να κινήσεις ένα κόσμο ολόκληρο, ένας Αρχιμήδης που του έδωσαν κάπου να σταθεί. Η ξεροκεφαλιά όμως του Σκόλνι και το μίσος του για την τυπολατρεία των κανόνων δεν τον άφησαν να χαρεί πολύ την ευτυχία του. Μια μέρα ο διοικητής—που του την είχε στημένη ούτως ή άλλως—τον είδε να πιλοτάρει τον τράκτορα χωρίς να φοράει το κράνος που υπαγόρευε ρητά ο κανονισμός. Του έδωσε είκοσι μέρες στέρηση εξόδου και πέντε μέρες μείον στο μισθό. Την επόμενη μέρα ο Σκόλνι πήγε για εξόρυξη φορώντας ένα πορτοκαλί κράνος του μπέιζ-μπωλ: δεν έμαθα ποτέ που το βρήκε, ο αθεόφοβος. Τη μεθεπόμενη τον έδιωξαν από τη μονάδα και τον έστειλαν εκπαιδευτή σε ένα στρατόπεδο νεοσυλλέκτων με λερωμένο ποινικό μητρώο. Δυο βδομάδες μετά, ζήτησα κι εγώ μετάθεση. Οι μέρες χωρίς τα ουρλιαχτά του Σκόλνι ήταν απίστευτα βαρετές και την υπόλοιπη θητεία μου δεν αξίζει τον κόπο να τη θυμάμαι.

Πέντε χρόνια αργότερα, και μετά από αρκετά αποτυχημένα πειράματα με διάφορες δουλειές, σπουδές, πόλεις και έρωτες, αποφάσισα να ξαναγυρίσω στο παλιό μου πάθος κι απόκτησα δίπλωμα χειριστή τράκτορα. Η τεχνολογία προώθησής τους δεν ήταν πιά απόρρητη, εταιρείες από πολίτες άρχισαν να ξεπηδούν από παντού κι οι προοπτικές φαίνονταν καλές. Με τα καινούρια διαστρικά πλοία που μπορούσαν πια να μεταφέρουν τεράστια φορτία στις 3 Γαλαξιακές αποικίες της Γης μέσα σε μερικούς μήνες, οι δουλειές για τους διαστημικούς φορτηγατζήδες θα άνοιγαν πια προς τα άστρα, πέρα απ’ τη Σελήνη και τους Αστεροειδείς που ήταν περιορισμένες μέχρι τότε. Απάντησα στην πρώτη αγγελία που βρήκα να ζητάνε χειριστές, και μου ήρθε απάντηση μετά από δύο μέρες: «Φαντάρε, τι σε κάνει να νομίζεις οτι μπορείς να χειριστείς έναν τράκτορα;» Δεν είχε καν υπογράψει' πήγα και τον βρήκα με το επόμενο πλοίο κι από τότε δουλεύω γι’ αυτόν. Ήταν ο Σκόλνι που ήξερα, αλλά πάλι όχι ακριβώς ο ίδιος. Τουλάχιστον μια φορά τη μέρα έπεφτε σε μια συλλογισμένη σιωπή, στύλωνε το βλέμμα στα χειριστήρια και τα έσφιγγε μέχρι ν’ ασπρίσουν οι κλειδώσεις του. Μετά από λίγο συνερχόταν, αλλά ποτέ δε μου είπε τι ακριβώς τον βασάνιζε. Άκουσα μόνο από κάτι συναδέλφους για μια ερωτική ιστορία με πολύ άσχημο τέλος, σε μια «ειρηνευτική αποστολή», βλέπε αποστολή εκκαθάρισης, που τον είχαν στείλει λίγο πριν παραιτηθεί από το στρατό. Οι αποστολές αυτού του είδους ήταν πολύ συνηθισμένες. Με το πρόσχημα του «κινδύνου επανέναρξης των ταραχών» οι στρατηγοί είχαν πια εξουσίες χωρίς προηγούμενο και γέμιζαν τις φυλακές ή και τα νεκροταφεία, καμμιά φορά, χωρίς να το σκέφτονται καθόλου: στο στρατό κατατάσσονταν πια μόνο επαγγελματίες σπιούνοι, σαδιστές ή ηλίθιοι. Θα περίμενε κανείς οτι ο κόσμος θα αντιδρούσε, αλλά στην πραγματικότητα πολύ λίγοι ήξεραν τι ακριβώς γινόταν και τα μέσα ενημέρωσης φιλτράρονταν προσεκτικά. Το ενδιαφέρον όλων είχε στραφεί στις εξερευνήσεις στο Γαλαξία που αυξάνονταν συνεχώς και το φώς των άστρων στην άκρη του τούννελ έκανε αρκετό κόσμο αισιόδοξο. Τα νέα ήταν συνεχώς γεμάτα με τις τελευταίες ανακαλύψεις κι έτσι κάποια στιγμή ανακοινώθηκε οτι στο πλανητικό σύστημα του 48 Ursae Majoris, το τελευταίο που είχε αποικιστεί, είχαν βρεί αστεροειδείς με καθαρό σίδηρο και τιτάνιο και η αποικία είχε ανάγκη ρυμουλκά και χειριστές για την εξόρυξη. Η μάλλον για τη μεταφορά, γιατί τώρα πια υπήρχαν τράκτορες που μπορούσαν να κουβαλήσουν ολόκληρους μικρούς αστεροειδείς—δεν χρειάζονταν πια να τους σπάνε και να τους σκάβουν. Το βλέμμα του Σκόλνι φωτίστηκε μόλις έμαθε οτι μπορούσε να φύγει από τη βρωμογειτονιά, όπως αποκαλούσε το Ηλιακό Σύστημα. Έτσι βρεθήκαμε πάνω στο «Edwin Aldrin», έτοιμοι ν’ αφήσουμε τη Γη 35 έτη φωτός πίσω μας.

* * *

«Αγαπητοί επιβάτες, σας υπενθυμίζουμε οτι το σκάφος Edwin Aldrin θα περάσει σε υπερ-προώθηση και θα βγεί από τον κώνο αιτιότητας της Γης σε 4 ώρες από αυτή τη στιγμή. Από εκεί και στο εξής οποιαδήποτε επικοινωνία με τη Γη ή με τις βάσεις στο Ηλιακό Σύστημα θα είναι αδύνατη, λόγω του θερμού πλάσματος μέσα στο οποίο θα βρίσκεται το σκάφος.»
Μ’άρεσε αυτό με τον κώνο αιτιότητας, μάλλον το λένε για να κάνουν τον κόσμο να νιώσει ηλίθιος σε σχέση με τη μορφωμένη κι εξευγενισμένη κάστα των αξιωματικών του Διαστημικού Ναυτικού. Ένα μάτσο πουλημένοι ασπρογιακάδες, θα’λεγα εγώ, που θα κατέδιδαν τη μάνα τους ως «κοινωνικά απροσάρμοστη, φανατική και υποψήφια τρομοκράτισσα» μέσα σε 5 δευτερόλεπτα αν τους υπόσχονταν μια θέση πλωτάρχη κάπου. Τους έβλεπα και τώρα, κάθονταν μερικά τραπέζια πιο πέρα, με τα ξυρισμένα και ροδαλά τους πρόσωπα και τα απαλά τους χεράκια, να τρώνε με το στόμα κλειστό και να κοιτάνε γύρω τους αν καμμιά γκόμενα έχει λιποθυμήσει από τη γοητεία τους. Στο δικό μας τραπέζι, των «επαγγελματιών», ο πιο αξιοπρεπής έχει περασμένο ένα χαλκά στη μύτη κι έχει τατουάζ ένα φίδι στον κρόταφο. Απορώ πως δε μας κλείνουν σε κανένα αμπάρι να μας πετάνε ξεροκόμματα και νερό με τον κουβά από το παράθυρο. Μας χρειάζονται όμως: τα ρυμουλκά μας έχουν όλα μαζί εκτόπισμα κοντά στο ένα τρίτο του ίδιου του γυαλισμένου σκάφους τους κι αποτελούν ίσως το πιο σημαντικό του φορτίο. Οι αποικίες τα χρειάζονται τα μέταλλα πιο πολύ κι απ’το νερό κι εμείς είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να τους κουβαλήσουμε τους βράχους που τα περιέχουν. Αφήστε που σε συμβατική ισχύ, ένας τράκτορας μπορεί να πιάσει το χαιδεμένο τους το Edwin Aldrin και να το παίξει σαν κουδουνίστρα. Αλλά δε μας αφήνουν να έχουμε υπερπροώθηση, κι έτσι τους έχουμε ανάγκη τους μπούληδες του Ναυτικού.
Το βλέμμα μου πηδούσε από τραπέζι σε τραπέζι, ξέροντας καλά τι έψαχνε αλλά μη τολμώντας να μου το ομολογήσει, ενώ η μονότονη θηλυκή κομπιουτεροφωνή επαναλάμβανε το μήνυμα για τη διακοπή της επικοινωνίας στις υπόλοιπες μεγάλες γλώσσες: Ισπανικά, Ρώσικα και Κινέζικα. Μέχρι πριν μερικά χρόνια το έλεγαν και στα Αραβικά' μετά τον πόλεμο στους Αστεροειδείς δεν υπήρχε πια λόγος. Όσοι είχαν απομείνει από τη ράτσα του προφήτη είχαν καταχωνιάσει τη γλώσσα τους σε μια μικρή γωνία του μυαλού τους και μετά τη μικρή αυτή γωνία την έκλεισαν στο σκοτάδι και της απαγόρεψαν να ξαναβγεί. Βρήκα τελικά αυτό που έψαχνα με τα μάτια, έχωσα κι εγώ τις αναμνήσεις του πολέμου σε μια σκοτεινή γωνιά και κόλλησα για λίγο ξανά πάνω στο ιατρικό σήμα και στον ώμο που το φορούσε. Καθόταν κι έτρωγε μόνη της, κι αυτή τη φορά ευτυχώς ήταν στραμμένη προς την άλλη μεριά. Άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν μέσα στους επόμενους 3 μήνες θα έβρισκα το θάρρος να της μιλήσω, όταν μ’ έκοψε μια φωνή απ’ το τραπέζι μας.
«Ρε Σκόλνι τι έχει ο πιτσιρίκος, ερωτευμένος είναι; Χουάν, κλείσε το στόμα σου αγόρι μου, θα μας δουν οι κύριοι Ναύαρχοι από δίπλα και θα μας περάσουν για θαυμαστές τους!
Δεν απάντησα, αλλά ξαναγύρισα στο πιάτο μου.
«Και μην κοκκινίζεις, ντρέπεσαι κανέναν; Νταλικέρης είσαι, ρε! Πάρε τ’ απάνω σου, το καταλαβαίνεις οτι φεύγουμε από τη σφηκοφωλιά και τη σαπίλα; Ακόμα δε φτάσαμε στο Δία κι ο αέρας μυρίζει ήδη καλύτερα, να παρ’ ο διάολος!»
«Εννοείς οτι δε βρωμάνε πια τα πτώματα από τις εκκαθαρίσεις του λατρευτού μας Προέδρου και των Στρατηγών που μας προστατεύουν;» είπε ένας άλλος γυμνώνοντας τα δόντια του με απύθμενο μίσος, αλλά χαμηλόφωνα παρ’ όλα αυτά—ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Ένας τρίτος του έκανε νόημα να μιλάει ακόμα πιο σιγά και γρύλισε «Ήμουνα στους Αστεροειδείς, στη Ζώνη 5 πριν δυο βδομάδες και δύο καταδρομικά πέρασαν στα 500 χιλιόμετρα. Είχαν καλυμμένο το σήμα τους με παράσιτα, και τα ραντάρ σβηστά, αλλά χρησιμοποιούν σχεδόν πάντα τα ίδια παράσιτα, οι ηλίθιοι καραβανάδες και τους καταλαβαίνει κανείς στο λεπτό. Μετά από 3 μέρες άκουσα οτι σκοτώθηκαν καμμιά πενηνταριά άτομα σε εκκαθάριση στη Γκάσπρα, τους βομβάρδισαν λέει γιατί έκρυβαν τρομοκράτες. Γυναίκες και παιδιά, μάλλον Άραβες και Ινδοί.» Την τελευταία αυτή φράση την ξεροκατάπιε μάλλον παρά την είπε, και κοίταξε το Σκόλνι που κόντευε να τρυπήσει το πιάτο με το πηρούνι του. Έκανε νόημα με το χέρι στον αέρα ν’ αλλάξουν συζήτηση.
«Τι γύρευες ρε στη Ζώνη 5; Για την ιστορία που έλεγες; Μύρισες βράχους με ιρίδιο κι έτρεξες να δείς;»
Η τελευταία αυτή φράση πυροδότησε διάφορα διόλου ευγενικά σχόλια από τους συνδαιτημόνες κι ο ανακρινόμενος πείστηκε να πει όσα ήξερε για την «ιστορία» μια και ούτως ή άλλως όλοι φεύγαμε από το Ηλιακό Σύστημα της Γης και δεν μπορούσε κανένας να φάει τη δουλειά από τον άλλο. Η φράση «βράχος με ... » και βάλτε οποιοδήποτε μέταλλο θέλετε, είναι μαγική και σημαίνει για μας επιβίωση.
«...στη Ζώνη 5, τη μόνη που δε γίνεται χαμός από το συνωστισμό, κάποιος βρήκε ένα τσούρμο βράχους, μεγαλούτσικους, από μισό μέχρι 3 χιλιόμετρα, που δεν υπήρχανε στους χάρτες. Μόνο που ήτανε λίγο παράξενοι βράχοι, γιατί κόντεψε να πέσει πάνω στον πρώτο πριν τον δει. Το ραντάρ του το είχε ανοιχτό, και άρχισε να κουδουνίζει όταν ήταν στα 10 χιλιόμετρα από την καταραμένη την πέτρα, πιο πριν δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα! Κανονικά στα 3.000 χιλιόμετρα μακρυά έπρεπε να τον είχε δει. Δεν ξέρω τι στο διάολο πέτρωμα είναι αυτό στην επιφάνεια, αλλά καταπίνει τα ραδιοκύματα σα βελούδο—ένας μαύρος κι αόρατος βράχος, πανάθεμά με! Ο τύπος έκοψε τελείως ταχύτητα κι έπαιξε λίγο τυφλόμυγα στην περιοχή, βρήκε ακόμα καμμιά δεκαριά τέτοιους, και πήρε από κοντά και μερικά φασματάκια: οι βρώμες λένε οτι οι πέτρες είναι γεμάτες ιρίδιο! Φυσικά δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα ούτε συντεταγμένες ούτε τίποτα—αυτός που τα βρήκε δεν είναι υποχρεωμένος να τα δώσει κι ούτε καν ξέρουμε ποιός είναι, κι έτσι πήγα κι εγώ να ψάξω στα τυφλά. Αυτά ξέρω. Αν είχα βρει τίποτα, δε θα’ μουν εδώ. Μήπως ο αντιστράτηγος εκεί κάτω ξέρει τίποτα περισσότερο;»
Ο Σκόλνι αγνόησε το συνηθισμένο κρύο αστείο για το στρατιωτικό του παρελθόν και σήκωσε τους ώμους. Κάτι μουρμούρισε οτι μπορεί, ίσως, να είχε ακούσει κάτι σχετικό, αλλά τίποτα παραπάνω. Μου φάνηκε περίεργο το ύφος του, κι επίσης το οτι δε μου είχε πει τίποτα. Οι άλλοι όμως ήταν συνηθισμένοι στην κρυψίνοια και τη σκυθρωπότητά του και δεν έδωσαν συνέχεια. Το δείπνο τελείωσε με τα συνηθισμένα αστεία και φανταστικές ιστορίες των τρακτοράδων' είχαμε τρεις μήνες ταξίδι στη διάθεσή μας για να τα πούμε τόσες πολλές φορές που να τα μάθουμε απέξω και να βαρεθούμε ο ένας τον άλλο.
Καθώς οι ώρες περνούσαν και πλησίαζε η στιγμή της εισόδου σε υπερπροώθηση το πλοίο ησύχαζε κι οι επιβάτες κλείνονταν ένας ένας στις καμπίνες και στον εαυτό τους. Όσο γερόλυκος του διαστήματος και να παριστάνεις οτι είσαι, ένα ταξίδι μερικών μηνών μέσα στην απόλυτη σιωπή και το σκοτάδι της υπερπροώθησης που σε παίρνει για πρώτη φορά τόσο μακρυά από τη Γη δεν είναι μικρό πράγμα. Καθώς το πλοίο μπαίνει μέσα στην τεχνητή χωρική ανωμαλία που δημιουργεί, κι απ΄την οποία θα βγεί μόνο στο καθορισμένο μέρος και στον καθορισμένο χρόνο, τα άστρα εξαφανίζονται γύρω σου κι ο χώρος κι ο χρόνος χάνουν σχεδόν το νόημά τους. Είναι σαν ένα ατέλειωτο ταξίδι μέσα σ’ ένα μαύρο σωλήνα και χρειάζονται γερά νεύρα για να νικήσεις την κλειστοφοβία. Ακόμα και η σκέψη του προορισμού δεν κάνει τα πράγματα πολύ καλύτερα' οι γαλαξιακές αποικίες, με 30 χρόνια μόνο ιστορία πίσω τους δεν είναι καμμιά Μαγιόρκα, αυτό το ξέρουν όλοι. Η λέξη ξεκούραση είναι άγνωστη, δεν είναι εύκολο να στήσεις ένα κόσμο απ’ την αρχή, ακόμα κι αν έχεις βρει μια μπάλα με θάλασσες από πραγματικό νερό και χώμα από άνθρακα και πυρίτιο. Σκέφτηκα τα μέταλλα και μου ήρθε στο νου το ιρίδιο απ’ την κουβέντα στο τραπέζι. Κοίταξα ένα γύρο στο σαλόνι μήπως δω το Σκόλνι κάπου να τον ρωτήσω αν τελικά ήξερε τίποτα παραπάνω. Δεν ήταν εκεί, το μικρό σύννεφο φασαρίας και ανησυχίας που τον περιτριγύριζε έλειπε απ’ το χώρο. Ξεκίνησα να κατεβαίνω προς τα κάτω, προς τις καμπίνες μας για να τον βρω—ήθελα με κάποιον να μιλήσω, για οτιδήποτε. Ντρεπόμουν να το ομολογήσω, αλλά το πέρασμα σε λίγο έξω από την τροχιά του Δία θα με έφερνε κι εμένα πιο μακρυά από όσο είχα πάει ποτέ κι αισθανόμουν οτι κάποιος μ΄έσπρωχνε να πέσω πέρα από την άκρη του κόσμου. Καθώς κατέβαινα τις σκάλες, ο μεταλλικός ήχος που έβγαζαν αντηχούσε στους άδειους διαδρόμους και μου έσφιγγε το σωθικά με ένα αόριστο φόβο. Δεν ήταν όμως η κλειστοφοβία του σκοτεινού ταξιδιού που άρχιζε' βαθιά στις αναμνήσεις μου έμοιαζε με το φόβο ενός μικρού παιδιού που ξυπνάει και βρίσκει το σπίτι του άδειο. Έφτασα στο διάδρομο και πλησίασα την πόρτα της καμπίνας, τρέμοντας σχεδόν. Για κάποιο λόγο μου είχε έρθει η ιδέα οτι ο Σκόλνι δεν ήταν πια εκεί, οτι ήμουν μόνος, μόνος. Χτύπησα κι άνοιξα. Η καμπίνα ήταν άδεια. Όλα ήταν τακτοποιημένα και στη θέση τους, το κρεββάτι στρωμένο και πάνω στο γραφείο κάτω απ’ το φινιστρίνι ένα πακέτο σημειώσεις κι ένα μικρό τσιπ δεδομένων. Άφησα την ανάσα μου να βγει και πάτησα τον αριθμό του στο τηλέφωνο στη ζώνη μου—δεν απάντησε. Συνδέθηκα με τον υπολογιστή του σκάφους που παρακολουθούσε συνεχώς όλους τους κοινόχρηστους χώρους: δεν ήταν πουθενά. Σήκωσα τους ώμους, μήπως και καθησυχάσω τον εαυτό μου και κάθισα στην καρέκλα του γραφείου. Κάπου θα είχε πάει να βάλει καμμιά φασαρία, σίγουρα, και θα ερχόταν σε λίγο να με κοροιδέψει για τους φόβους μου και να με ρωτήσει αν θέλω μήπως να γυρίσω πίσω στη μάνα μου, όπως μου το ρωτούσε από την πρώτη μέρα, γιατί το διάστημα θέλει κότσια, στρατιωτάκο. Μην έχοντας τι άλλο να κάνω, κοίταξα αφηρημένος τις σημειώσεις πάνω στο γραφείο. Ένας πίνακας ήταν στην πάνω μεριά, πίνακας σύστασης:
Επιφάνεια: Άνθρακας και ίχνη τιτανίου...albedo 0.003...απορρόφηση ραντάρ 98%...Εσωτερικό: 45% πυρίτιο...23% άνθρακας...20% ιρίδιο...λοιπά 12%. Συντεταγμένες:...
Σταμάτησα να διαβάζω και κάτι μέσα στο στομάχι μου είχε αρχίσει ν’ ανοίγει μια μικρή τρύπα. Η περιγραφή μιας μεγάλης μαύρης πέτρας, σχεδόν αόρατης και γεμάτης ιρίδιο. Δεν μπορούσε να είναι παρά ένα μόνο πράγμα' τις συντεταγμένες όμως που τις είχε βρει;
Ξαναδοκίμασα όλα τα νούμερα στο τηλέφωνό μου, αλλά δεν απάντησε σε κανένα. Στο τέλος δοκίμασα και το θάλαμο χειρισμού του τράκτορα. Χτύπησε δύο φορές και το σήκωσε την τρίτη.
«Άργησες, φαντάρε. Είσαι στην καμπίνα μου, ελπίζω...»
«Σκόλνι τι κάνεις εκεί κάτω; Σε μισή ώρα περνάμε σε υπερπροώθηση, φύγε από κει!»
«Περνάτε σε υπερπροώθηση, θέλεις να πεις. Βρήκες τις σημειώσεις;»
Η τρύπα στο στομάχι μου είχε ανοίξει πλέον διάπλατη.
«Τι θες να πεις περνάτε; Είσαι με τα καλά σου, έλα πάνω!»
«Βούλωστο κι απάντησέ μου. Βρήκες τις σημειώσεις; Κράτα τις καλά και κουβέντα σε κανένα, είναι μόνο για σένα, αν ποτέ αποφασίσεις να ξαναγυρίσεις στη βρωμογειτονιά. Κατάλαβες; Μόνο εσύ τις έχεις, κανείς άλλος, μπορείς να βγάλεις πολλά λεφτά απ’αυτές. Εγώ...ξέχασα κάτι πίσω. Θα γυρίσω να το πάρω. Ξέχασα τη βρύση ανοιχτή, ναι, αυτό είναι.»
Άκουσα τους ήχους από τη διαδικασία απαγκίστρωσης.
«Άστα αυτά ρε Σκόλνι, λέγε τι πας να κάνεις; Θα κάνεις κάτι με τις πέτρες με το ιρίδιο, έτσι; Θα πας να τις πουλήσεις μόνος;»
«Μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό σου, φτωχέ στρατιωτάκο; Για μέχρι εκεί μόνο με έχεις ικανό;» Η φωνή του είχε ανέβει στα ύψη και με ξεκούφαινε, μα δεν ήταν το συνηθισμένο του ντελίριο. Είχε ένα θρίαμβο μέσα της, ένα θρίαμβο που τον φούσκωνε και τον έπνιγε.
«Αγαπητοί επιβάτες, σας ενημερώνουμε οτι από τώρα και στο εξής οποιαδήποτε επικοινωνία με το Ηλιακό Σύστημα της Γης είναι αδύνατη. Θα περάσουμε σε υπερπροώθηση σε 15 ακριβώς λεπτά. Ευχαριστούμε.»
Μετά το μύνημα, ακούστηκε ξαφνικά εντελώς ήρεμος. «Αν θέλεις να μάθεις, τώρα μπορώ να σου πω. Θέλεις;»
Δεν ήξερα αν ήθελα. Ο φόβος μου είχε πάρει μορφή πια, τη μορφή μιας μεγάλης, απειλητικής μαύρης πέτρας.
«Έχεις ακουστά το όριο Κ-Τ, στρατιώτη; Ξέρεις τι είναι;»
«Όχι...»
«Τους δεινόσαυρους όμως τους ξέρεις, έτσι; Άσε με λοιπόν να σου πω την ιστορία τους στα γρήγορα. Οι τύποι αυτοί τριγύριζαν τη Γη κι έκαναν ό,τι ήθελαν για 160 εκατομμύρια χρόνια, πάνω κάτω. Καταλαβαίνεις για τι χρονικό διάστημα μιλάμε; Όλη η ιστορία του φοβερού και τρομερού είδους που ανήκεις δεν είναι ούτε σκουπιδάκι μπροστά στο ερπετοβασίλειο. Ξεκίνησαν από μικρές σαυρίτσες κι έφτασαν να έχουν 60 τόννους βάρος και να τρέμει το χώμα που πατούσαν. Αν κάποιος στην ιστορία της Γης αξίζει να λέγεται αυτοκράτορας, κάποιος δεινόσαυρος θα ήταν, όχι κανα γελοίο κοντό ανθρωπάκι με σύμπλεγμα κατωτερότητας κι ένα τσούρμο κόλακες. Οι σαύρες λοιπόν έφτασαν στον κολοφώνα τους σε μια περίοδο που οι επιστήμονές σου τη λένε Κρητιδική, από κει είναι το πρώτο γράμμα στο όριο Κ-Τ. Εκεί λοιπόν που ήταν οι κυρίαρχοι, ξαφνικά εξαφανίστηκαν, μέσα σε λίγα χρόνια. Κάτι τους τσάκισε και δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Τότε αρχίζει η άλλη περίοδος, η Τριτογενής. Το τι τους τσάκισε το ξέρουν και τα παιδάκια: ένας μετεωρίτης, ή ένας αστεροειδής. Πως το βρήκαν αυτό; Σκάβοντας, στο όριο Κρητιδικής – Τριτογενούς βρήκαν άφθονο ιρίδιο, σε τέτοιες αναλογίες που κανονικά δεν υπάρχουν στη Γη. Το μόνο μέρος που υπάρχει τόσο πολύ ιρίδιο είναι το διάστημα, οι κομήτες κι οι αστεροειδείς και το συνάφι τους. Ένας μεγάλος βράχος, 3-4 χιλιόμετρα, ήρθε κι έπεσε πάνω στα ερπετά κι άνοιξε νέα εποχή. Ε, λοιπόν ξέρεις τι λέω εγώ; Οτι ο βράχος αυτός δεν έπεσε τυχαία. Κάποιος αποφάσισε να τον ρίξει, η ίδια η Φύση, ο Θεός της εποχής, όπως θέλεις πες το. Τον έριξε γιατί ο πλανήτης είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Τα τέρατα θα κυριαρχούσαν για πάντα, με τα μυαλά τους σε μέγεθος καρυδιού και τα σαγόνια τους σε μέγεθος τζίπ. Ήταν τελείως ηλίθια αλλά κανένας δεν μπορούσε να τα απειλήσει, γιατί είχαν τη δύναμη να τσακίζουν όλες τις άλλες μορφές ζωής. Έπρεπε να δοθεί λύση από ψηλά, και δόθηκε, μα την πίστη μου! Το βλέπεις τώρα, στρατιώτη; Βλέπεις οτι είμαστε στα ίδια; Οι ηλίθιοι και παντοδύναμοι που κυβερνούν εκεί κάτω είναι χειρότεροι απ’τις σαύρες, γιατί το μυαλό τους δεν είναι σαν καρύδι. Τσακίζουν όσους θεωρούν κατώτερους απ’αυτούς και τους υπόλοιπους τους έχουν στη μέγγενη με τους εγκεφαλο-ελέγχους, κι οι κρετίνοι το δέχονται, γιατί αισθάνονται ασφαλείς και καλοταϊσμένοι. Ε λοιπόν, η ώρα για το δεύτερο αστεροειδή με το ιρίδιο ήρθε. Θα πάρω με τον τράκτορα τη μεγαλύτερη από τις πέτρες που άκουσες και θα τους φτιάξω ένα δεύτερο Κ-Τ όριο, ή όπως αλλιώς τ’ονομάσουν...»
«Για όνομα του Θεού, Σκόλνι, θα ρίξεις τον αστεροειδή στη Γη; Έχεις τρελλαθεί τελείως, θα καταστρέψεις το μισό πλανήτη!»
«Μπορεί και να’ χω τρελλαθεί, αλλά μπροστά σ’αυτά που τραβάνε μερικοί τώρα, που τους σκοτώνουν λίγους λίγους χωρίς να το μαθαίνει σχεδόν κανείς, τα τέσσερα χρόνια χειμώνας που θα ακολουθήσουν το βράχο μου θα είναι έλεος σε σύγκριση. Κι όσο για τ’ όνομα του Θεού που μου πετάς, ναι, ίσως ο Θεός, ή όποιος άλλος Δημιουργός γουστάρεις, τις έβαλε τις πέτρες εκεί, για μένα. Μόλις μου είπε την ιστορία ο φίλος που τις βρήκε πριν λίγο καιρό, κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω. Αγόρασα τις συντεταγμένες και τον έβαλα να καταστρέψει μετά όλα του τα αρχεία μπροστά μου. Είμαι σίγουρος οτι και την πρώτη σύγκρουση την έκανε κάποιος βράχος απ’αυτή την ομάδα, κοίταξα λίγο τις ταχύτητές τους και μερικοί βρίσκουν την τροχιά της Γης μια χαρά. Η Φύση τσάκισε τα ηλίθια τέρατα πριν 60 εκατομμύρια χρόνια, η ίδια θα τσακίσει και τα τωρινά, γιατί η Φύση, στρατιώτη, είμαστε εμείς, εγώ κι εσύ, κατάλαβες
Είχα καταλάβει, αλλά δυσκολευόμουν να μιλήσω. Η αρχαία τραγωδία μπροστά μου είχε ένα μόνο ήρωα, τον από Μηχανής Θεό, μόνο που εδώ ήταν πάνω σε μια Μηχανή, κι ούτε Θεός δεν ήταν, παρά ένας άνθρωπος σαλεμένος, αποφασισμένος να τιμωρήσει ένα ολόκληρο κόσμο.
«Σκόλνι, δε θα το καταφέρεις αυτό, θα σε δουν να έρχεσαι και θα σε τινάξουν στον αέρα. Κι από δω θα ειδοποιήσουν οτι λείπει ο τράκτορας!»
«Είμαστε εκτός επαφής εδώ και 10 λεπτά, αν δεν το άκουσες. Θα μπορέσουν να ειδοποιήσουν οτι λείπει σε τρείς μήνες κι εγώ θα είμαι εκεί σε δύο: το μήνυμα θα το πάρουν οι κατσαρίδες που θα έχουν επιβιώσει. Οσο για το να με δούν...ναι, θα με δουν. Όταν θα είμαι 100 χιλιόμετρα από πάνω τους, τα ραντάρ θ’αρχίσουν να φωνάζουν σαν τρελλά οτι σε 5 λεπτά επίκειται σύγκρουση κι η τεχνητή τους νοημοσύνη θα ζητάει ταπεινά συγνώμη που δεν πρόβλεψε οτι μπορεί και να υπάρχουν βράχοι που δεν ανακλούν τα ραδιοκύματα κι έχουν αλβεδο σχεδόν μηδέν, κι οτι κάποιος μπορεί ν’ αποφάσιζε να τους φέρει έναν στο κεφάλι. Θα με δουν, ω, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό, και θα’ χουν και πέντε ολόκληρα λεπτά στη διάθεσή τους να με θαυμάσουν...»
«Μα αφού το είχες σχεδιάσει όλο αυτό από πριν, πως δε σ’ έπιασαν στον έλ...»
Σταμάτησα τη φράση μου εκεί, κι ο Σκόλνι δεν μπήκε στον κόπο ν’ απαντήσει. Θυμήθηκα το χόρτο, τα κόκκινα μάτια, το κολλημένο χαμόγελο και το χαρτί με τ’αποτελέσματα που τσαλάκωνε ο ψυχονόμος. Στα μεγάφωνα του πλοίου άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την υπερπροώθηση. Ταυτόχρονα, ένιωσα ένα μικρό, ανεπαίσθητο τράνταγμα: η απαγκίστρωση του τράκτορα.
«Αντε γειά, φαντάρε. Ξέχνα το όλο αυτό το μέρος, δεν αξίζει τον κόπο. Εκεί που πας είναι καλύτερα. Εγώ την κάνω τώρα...πάω να κλείσω τη βρύση που άφησα ανοιχτή.»
Το κανάλι έκλεισε, κι έμεινα μόνος, πιο μόνος παρά ποτέ, ν’ακούω την αντίστροφη μέτρηση. Ακόμα κι αν ήξεραν τι μετρούσαν αντίστροφα στην πραγματικότητα, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Το κανάλι ξανάνοιξε μ’ ένα κλικ, και τινάχτηκα.
«Και... Χουάν;» Πρώτη φορά με φώναζε με τ’όνομά μου.
«Ναι!»
«Την κοπέλλα με τα φλαμένκο και τη φόρμα. Τράβα μίλα της. Την είδα να σε κοιτάζει κι αυτή. Κάνε κάτι που ν’ αξίζει τον κόπο. Έτσι γι’ αλλαγή».
Ξανάκλεισε.

Labels:

1 Comments:

Anonymous Anonymous said...

"Epesa" tyxaia sth selida ayth psaxnontas gia kati teleiws asxeto (opws symbainei synhthws) kai xarhka otan diapistwsa oti nai, yparxoyn akoma dihghmata poy se aggizoyn ba8eia....

Maria
Ellada

2:23 PM  

Post a Comment

<< Home