Saturday, August 04, 2007

Νυχτερινή Διόπτρα

"Μαμά, κουράστηκα..."
"..."
"Μαμά..."
"Ναι, Νικόλα..."
"Θα περιμένουμε πολύ ακόμα;"
"Όχι πολύ, Νικόλα, να, όπου να΄ναι φτάνουμε στον πάγκο."
"Το ίδιο μου είπες και πριν!"
"Πήγαινε σπίτι, αν κουράστηκες."
"Μα θέλω να δώ τα όπλα τους!"
"Ε, τότε κάνε υπομονή. Δε βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους που περιμένουν χωρίς να κάνουν φασαρία;"

Η Βέρα ήταν δεν ήταν 30 χρονών, αλλά η βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της και κάποιες άσπρες τρίχες στα μαλλιά της την έκαναν να φαίνεται αρκετά μεγαλύτερη. Φορούσε ένα τριμμένο γαλάζιο ανδρικό πουκάμισο με διπλωμένα μανίκια, μια χοντρή καρώ φούστα κι ένα ζευγαρι παλιά αθλητικά παπούτσια στα γυμνά της πόδια. Άλλαξε χέρι στη νάυλον σακκούλα με τα μπώλ και κοίταξε για λίγο το Νικόλα που τριγύριζε στα πόδια της. Άλλαζε το βάρος του από πόδι σε πόδι κι είχε τα χέρια του στις τσέπες. Ήταν πολύ σοβαρός, για την ηλικία του.
Ξανάστησε το βλέμμα της στο φόρεμα της γυναίκας που στεκόταν μπροστά της στην ουρά, ένα παλιομοδίτικο φουστάνι ραμμένο στο χέρι. Υπήρχαν γύρω στα είκοσι άτομα μπροστά τους και θα περίμεναν τουλάχιστον μισή ώρα ακόμα. Έλπιζε μόνο να μην είχαν τελειώσει τα πάντα όταν θα έφτανε η σειρά τους.
"Μαμά, θα μαγειρέψεις τώρα που θα πάμε σπίτι;"
"Φυσικά, Νικόλα..."
"Τι θα φάμε;"
"Ουου, σήμερα θα φάμε πολύ καλά! Θα φτιάξω φασόλια με ντομάτα, μπορεί να έχουμε και τυρί, και θα σου φτιάξω και μια φέτα με ζάχαρη!"
"Φέτα με ζάχαρη! Ω!"
Έμεινε για λίγο εκστατικός στην ιδέα. Γρήγορα όμως το βλεμμα του άλλαξε.
"Και προχθές μου το’χες πει, αλλά δε μου έφτιαξες!"
"...Δε μας έδωσαν τότε ζάχαρη. Είχε τελειώσει, θυμάσαι; Σήμερα όμως σίγουρα θα πάρουμε, σίγουρα!"
"Καλά..."
Η Βέρα κοίταξε γρήγορα προς τα πέρα, προς τον αέρα, για να στεγνώσουν τα μάτια της και να μην τη δει το αγόρι. Το βλέμμα της συνάντησε για μια στιγμή το βλέμμα ενός από τους στρατιώτες που μοίραζαν το συσσίτιο. Ένιωσε να την κοιτάζει επίμονα και κοίταξε σχεδόν αμέσως προς τα κάτω, σκύβοντας λίγο περισσότερο τους ώμους της. Το σήμα στο μπράτσο του ήταν διαφορετικό απ’ότι χθές, θα τους είχαν φέρει από άλλο στρατόπεδο σήμερα. Αντιλήφθηκε με την άκρη του ματιού της το στρατιώτη να πετάει ένα μικρό κουτί πάνω στον πάγκο, για το γέρο που είχε φτάσει μπροστά του. Παρακάλεσε σιωπηλά να είχαν μείνει κουτιά όταν θα έφτανε κι αυτή εκεί μπροστά. Τα βλέμματα δεν την ένοιαζαν και πολύ' μόνο ο Νικόλα, και τα κουρασμένα παρακάλια του. Τι θα του έλεγε αν κοιμόταν νηστικός; Έσφιξε τις γροθιές της, κι ήταν σαν να έστιψε ένα σφουγγάρι με δάκρυα. Τα μάτια της πλημμύρισαν πάλι, τα είδωλα των στρατιωτών θόλωσαν κι έγιναν όλα γύρω ένα μίγμα σκούρου πράσινου και γκρί.
Κάποια στιγμή άκουσε ένα θόρυβο από μακρυά και πρόλαβε να δει ένα στρατιωτικό φορτηγό να στρίβει στη γωνιά του δρόμου.

* * *

Ο δεκανέας Τ. έσκυψε και κοίταξε λίγο γύρω του από το ανοιχτό πίσω μέρος του φορτηγού που τους πήγαινε προς το στρατόπεδο μουγκρίζοντας. Το τοπίο πράσινο και γκρί, δυο-τρεις δασωμένοι λόφοι στο χαμηλό ορίζοντα. Μερικά άσπρα σπίτια με κόκκινες σκεπές χάνονταν στο βάθος, καθώς η φάλαγγα προχωρούσε γρήγορα. Τα πιο πολλά ήταν ακόμα μισοτελειωμένα αλλά κατοικούνταν ήδη—μεγάλα κομμάτια νάυλον ή πρόχειρα ξύλινα τελάρα έφραζαν τα ανοίγματα που θα γίνονταν κάποτε παράθυρα. Ανάμεσα στα άσπρα σπίτια και μερικά μαύρα: οι φλόγες που τα είχαν γλείψει είχαν αφήσει τη μαύρη υπογραφή τους στους τοίχους. Ένα κάπνιζε ακόμα. Ένα άλλο δεν είχε σκεπή' προφανώς την είχαν ανατινάξει, και μέσα από τις πόρτες του φαινόταν ο ουρανός.
Κάποιος από τον απέναντι πάγκο του φορτηγού μίλησε—είχε χοντρό σβέρκο, πυκνά φρύδια και φορούσε διακριτικά αρχιλοχία.
"Τα είδες;" (Έκανε νόημα με το πηγούνι του προς το σπίτι που κάπνιζε). "Ακόμα τους τα καίνε, δε χόρτασαν. Για να μη ξαναγυρίσουν ποτέ. Λές και τους έφταιγαν αυτοί που μένανε μέσα. Άκουσα πως κάθε βράδυ ακολουθούν την περίπολό μας στα διακόσια μέτρα και μόλις απομακρυνθούμε καίνε τα σπίτια…"
Ο δεκανέας δε σχολίασε, μόνο έσφιξε το κρύο μέταλλο της κάννης στο χέρι του λίγο πιο δυνατά. Ήταν η πρώτη του φορά σε ειρηνευτική αποστολή, στην πραγματικότητα η πρώτη φορά που περνούσε σύνορα. Ήταν φοβισμένος, παρόλο που μέτραγε ήδη ένα χρόνο στο στρατό. Οι επιθεωρήσεις και οι αναφορές στο διοικητή που παλιότερα τον έκαναν να τρέμει, τώρα του φαίνονταν αστείες. Κι όμως, τώρα έτρεμε. Μέχρι πριν μερικές βδομάδες εδώ γινόταν ένας κανονικός εμφύλιος πόλεμος, άνθρωποι σκοτώνονταν κάθε μέρα, και χιλιάδες έφευγαν πρόσφυγες. Υπήρχαν ακόμα ελεύθεροι σκοπευτές τριγύρω, του είχε πει κάποιος. Κοίταξε το στρατιώτη ακριβώς απέναντί του. Είχε κατεβάσει το γείσο του τζόκεύ του χαμηλά, και κοίταζε έξω αδιάφορος. Είχε ανεβάσει το πόδι του πάνω στην πόρτα της καρότσας και στήριζε το όπλο του πάνω στο μηρό του. Η κάννη έδειχνε προς τα έξω, στο επίπεδο κάποιου που θα στεκόταν στην άκρη του δρόμου.
"Δεν πρέπει να το κάνει αυτό" σκέφτηκε. "Δεν ήρθαμ’εδώ να σκοτώσουμε κανένα. Θα μας φοβούνται όλοι μ’αυτές τις κάννες που τους βάζουμε στη μούρη". Δεν είπε όμως τίποτα. Μετά θυμήθηκε πως στο φορτηγό μπροστά απ’το δικό τους είχαν πετάξει πέτρες καθώς περνούσαν μέσα απ’την προηγούμενη πόλη.
Καθώς έστριβαν για να μπούν στην τελική ευθεία πριν το στρατόπεδο, πρόλαβε να δει ένα πόστο που μοίραζαν τρόφιμα στους ντόπιους—αυτούς που είχαν απομείνει. Ένας πάγκος, μερικοί στρατιώτες με παράξενες στολές παραλλαγής και Αμερικάνικα όπλα, και καμμιά τριανταριά κακοντυμένοι ντόπιοι στην ουρά, μερικές γυναίκες με τα παιδιά τους.

"Δεκανέα, πάρε το κιβώτιο με τις φωτοπαγίδες στην αποθήκη πυρομαχικών και πες στον υπολοχαγό ν’αρχίσει αμέσως. Πρέπει μέχρι απόψε να έχουμε στήσει τουλαχιστον τις μισές!"
Πήρε γρήγορα το ξύλινο κιβώτιο που βρισκόταν στην άκρη της καρότσας σ’όλο το ταξίδι. Η σκληρή φωνή του υποδιοικητή του στρατοπέδου δε σήκωνε πολλές καθυστερήσεις. Δεν υπήρχαν αρκετά χέρια, όλη η ομάδα των νεοφερμένων είχε ριχτεί αμέσως στη δουλειά.
"Τι στο διάβολο είναι αυτές οι φωτοπαγίδες;" ρώτησε χαμηλόφωνα το λοχία που περπατούσε δίπλα του.
"Κάτι σα νάρκες, που τις βάζουν στην περίφραξη. Μόνο που αντί να σκάνε βγάζουν φως, πολύ δυνατό. Αν είναι εισβολέας τον βλέπουμε, κι αποφεύγουμε και τ’ατυχήματα.
"Αχά…"
Κοντοστάθηκε λίγο, για να πιάσει καλύτερα το βαρύ κιβώτιο. Απόψε κιόλας θα έκανε την πρώτη του σκοπιά' δεν υπήρχαν περιθώρια για ξεκούραση. Του είχαν αφήσει μόνο τρείς ώρες για να τακτοποιήσει τα πράγματά του και να πάρει μια ανάσα. Δεν πείραζε και τόσο πολύ. Τα λεφτά ήταν πολύ καλά, και μετά από ένα χρόνο εδώ, όπως έλπιζε, θα είχε μαζέψει αρκετά για να κάνει κάτι καλύτερο. Η σκέψη τον ζέστανε λίγο.

* * *

Ο καπνός από την κατσαρόλα της Βέρας ανέβαινε ίσια πάνω κι έσκαζε στο ταβάνι. Πλησίασε και στάθηκε λίγο πάνω από το φαγητό που κόχλαζε' στο παγωμένο σπίτι, η ζέστη του ήταν πολύ ευχάριστη. Δεν είχαν τίποτε να κάψουν στο τζάκι αλλά τουλάχιστον δε θα κοιμόταν νηστικοί, όχι απόψε. Λίγα φασόλια ήταν αρκετά για να κάνουν το Νικόλα ευτυχισμένο, δε ζητούσε ποτέ παραπάνω απ'όσα ήξερε οτι μπορούσαν να βρούν.
"Να βρούν", σκέφτηκε με πίκρα. Να τους δώσουν, ήταν η σωστή φράση. Να τους πετάξουν από ελεημοσύνη. Και ποιοί; Οι ίδιοι που τ'άρχισαν όλ'αυτά, οι σωτήρες απ'τον ουρανό, που ήρθαν να τους βγάλουν απ'την καταπίεση. Τους βγάλαν από κει και τους έριξαν στην πείνα και στη δυστυχία. Ας τους άφηναν ήσυχους, την καταπίεση θα την ξετίναζαν μόνοι τους. Τώρα είχαν τελειώσει όλα, τα είχαν κάνει άλλοι γι'αυτούς. Μόνο που στο τέλος είχαν αφήσει πίσω τους ένα μάτσο χήρες, μικρά παιδιά και γέρους να περιμένουν να φάνε το μοιρασμένο συσσίτιο και να παρακαλούν για λίγη ζάχαρη. (Δεν της είχαν δώσει, η φέτα του Νικόλα έμεινε πάλι υπόσχεση αλλά το αγόρι μάλλον το είχε κιόλας ξεχάσει.)
Αναστέναξε και κοίταξε ένα γύρο την κουζίνα της' θλιβερή, γυμνή και σκοτεινή. Ηλεκτρικό δεν είχαν εδώ και πολύ καιρό και σχεδόν όλες τους τις καρέκλες και το φούρνο τα είχαν αρπάξει μια μέρα που έλειπε. Κάθε φορά που νόμιζε πως τα πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν χειρότερα, κάτι συνέβαινε να τη σπρώξει ακόμα πιο κάτω.
Έσβησε τη φωτιά, πισωπάτησε και κάθισε στο μικρό ξύλινο καναπέ. Δεν θυμόταν ποτέ άλλοτε να είναι τόσο άσχημα. Μόλις πριν μερικούς μήνες το σπίτι αυτό ήταν αλλιώτικο. Εργάτες ήταν πάντα αλλά δεν πεινούσαν κι η ευτυχία τους ούτως ή άλλως δεν ήταν τα λιγοστά πράγματα του σπιτιού τους. Απ'όλα αυτά τώρα της είχε μείνει μόνο ο Νικόλα, σχεδόν το μοναδικό παιδί στην ηλικία του σ'όλη τη γειτονιά, να τριγυρίζει μελαγχολικός στους δρόμους. Που να'ταν τώρα; Έπρεπε να τον φωνάξει σε λίγο για φαγητό, και νύχτωνε. Θα γκρίνιαζε, όπως πάντα, να τον αφήσει λίγο ακόμα...
Τα μάτια της βάρυναν, έγειρε στο πλάι του καναπέ χωρίς να το θέλει και παραδόθηκε για λίγο στο μοναδικό καταφύγιο που της είχε απομείνει. Βρέθηκε να στέκεται πάλι και να μαγειρεύει, όπως και πριν λίγο. Το δωμάτιο όμως ήταν φωτεινό και ζεστό, ένα ραδιόφωνο μουρμούριζε στη γωνία και το ράφι δίπλα στο φούρνο ήταν γεμάτο μέχρι πάνω. Δυο δυνατά ανδρικά χέρια της έπιασαν τη μέση από πίσω κι ένα αξύριστο σαγόνι ήρθε και θρονιάστηκε στο λαιμό της.
"Αργεί ακόμα να γίνει;"
"Γιατί, είχες κάτι στο νου σου;" τον ρώτησε παιχνιδιάρικα, μισογελώντας και πιάνοντάς του τα χέρια μπροστά της.
"Μμμ, ναι, κάτι σκεφτόμουν για πριν το φαγητό, τώρα που ο Νικόλα παίζει μπάλα..." απάντησε αυτός γελώντας διάπλατα. Κόπηκε όμως απότομα και φάνηκε να συννεφιάζει λίγο καθώς το ραδιόφωνο άρχισε να λέει τις ειδήσεις.
"Φοβάμαι λίγο, Βέρα" είπε κι αποτραβήχτηκε.
"Τι, μάτια; Αυτά που λένε; Στο'πα, κανείς δε θα'ρθει εδώ, τι νά'ρθουν να κάνουν στον αγριότοπο;"
"Θα'ρθουν, να το δεις. Αγριότοπος ή όχι. Θα μας ελευθερώσουν λέει απ'την αστυνομία που μας τραβολογάει κάθε λίγο και την κυβέρνηση που γυρεύει αφορμή να μας απολύσει. Μα θαρρώ πως θα'ρθουν και θα τους σκοτώσουν όλους, κι εμάς και τους αστυνομικούς και την κυβέρνηση μαζί. Τους ελευθερωτές που έρχονται από μόνοι τους εγώ τους φοβάμαι."
"Τσάμπα στεναχωριέσαι. Όλα θα πάνε μια χαρά."
Αναρρίγησε λίγο μες στον ύπνο της και τυλίχτηκε πιο σφιχτά τη ζακέτα της. Τίποτα δεν είχε πάει μια χαρά, και τα δυνατά χέρια δεν ήταν πια εκεί για να την αγκαλιάζουν.

* * *

Ο Νικόλα περπατούσε μόνος καθώς σκοτείνιαζε σιγά σιγά. Ο στενός χωμάτινος δρόμος ήταν άδειος και ήσυχος. Πριν αρχίσουν όλα ήταν πάντα γεμάτος φωνές από παιδιά που πήγαιναν στο γήπεδο για μπάλα, αμέσως μετά το σχολείο. Τώρα είχαν μείνει ελάχιστα, και δεν κατέβαιναν πια για παιχνίδι' οι μανάδες τους δεν τα άφηναν σχεδόν ποτέ να βγαίνουν έξω γιατί υπήρχαν ακόμα μισοθαμμένες βόμβες ένα γύρο και πότε πότε τη νύχτα ακούγονταν πυροβολισμοί, ίσως από ελεύθερους σκοπευτές που είχαν μείνει πίσω.
Αλλά κι απ'το γήπεδό τους, που δε χόρταιναν να το καμαρώνουν, δεν είχαν μείνει και πολλά. Μια βόμβα είχε πέσει στη μια άκρη και το είχε ρημάξει, ο λάκκος που είχε μείνει είχε γεμίσει τώρα νερό κι όλο το μέρος γινόταν σιγά σιγά ένας βάλτος. Παρ'όλα αυτά, συνέχιζε να πηγαίνει πάντα εκεί για λίγο κάθε απόγευμα, λες κι έλπιζε οτι ένα τσούρμο παιδιά θα υλοποιούνταν ξαφνικά και θ'άρχιζαν να παίζουν, ή οτι είχαν αρχίσει από νωρίς κι αυτός έτρεχε να τους προλάβει πριν φύγουν. Μόλις έφτανε στο γήπεδο και βεβαιωνόταν οτι ήταν για ακόμα μια φορά έρημο, περνούσε από τα άλλα κοντινά ενδιαφέροντα σημεία της περιοχής: Ένα κατεστραμμένο άρμα μέσα σ'ένα λάκκο, και το διπλανό στρατόπεδο. Δεν ήταν στ'αλήθεια στρατόπεδο, ένα εργοστάσιο ήταν, που δούλευε κι ο πατέρας του κάποτε. Αλλά τώρα ήταν γεμάτο ξένους φαντάρους που πότε πότε τον χαιρετούσαν καθώς περνούσε μπροστά απ'τις σκοπιές τους. Καμμιά φορά τους ένιωθε να τον κοιτάνε καθώς καμωνόταν πως έπαιζε ποδόσφαιρο, μόνος του.
Συνέχισε το δρόμο του. Αποφάσισε να περάσει πρώτα να δει το άρμα, μήπως και σήμερα κατάφερνε επιτέλους να βρει το σπασμένο του πολυβόλο, ή έστω κανένα μεγάλο κάλυκα. Σταμάτησε. Δεν μπορούσε να πάει παραπέρα' οι στρατιώτες είχαν φαίνεται αποφασίσει να υιοθετήσουν το άρμα, και τώρα η σπιράλ αγκαθωτή περίφραξη του στρατοπέδου το περίκλειε αντί να το αφήνει απέξω. Απομακρύνθηκε απογοητευμένος. Ξαναπήρε πάλι το λασπωμένο δρόμο για το γήπεδο, λίγο πιο κάτω, περνώντας κατά μήκος της περίφραξης, δίπλα σ'ένα χαμηλό ανάχωμα. Περπατούσε αργά και πότε πότε έριχνε καμμιά ματιά προς την κοντινή σκοπιά, μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα. Δεν μπορούσε να δει το στρατιώτη, αν και ήταν σίγουρος πως ήταν εκεί. Είχε πεσει σχεδόν το σκοτάδι κι όλα γύρω ήταν έρημα και πολύ σιωπηλά.

* * *

Τη σκοπιά την είχαν στήσει πάνω σε μια πλατφόρμα από παρατημένους μεταλλικούς σωλήνες, φτιαγμένη από σακκιά με χαλίκια, με ένα κομμάτι νάυλον για οροφή κι ένα πράσινο δίχτυ να την καλύπτει. Είχε υγρασία καθώς η νύχτα έπεφτε κι ο δεκανέας Τ. είχε στριμωχτεί στη μια γωνιά της μικρής τετράγωνης κατασκευής μήπως μετριάσει λίγο το κρύο που τον έκανε να τρέμει. "Τέλος καλοκαιριού και παγώνουμε, τι θα γίνει δηλαδή όταν πιάσει χειμώνας;" μονολογούσε τρίβοντας αδέξια τα μπράτσα του. Δεν τα κατάφερνε να ζεσταθεί, γιατί δεν έφταιγε μόνο το κρύο που έτρεμε' δίσταζε να το ομολογήσει οτι φοβόταν, αλλά ήταν αρκετά μεγάλος για να ξέρει πια τι συνέβαινε στα σωθικά του. Οι ξένες μυρωδιές, η αίσθηση του άγνωστου, φτωχού, άγριου τόπου που δεν τον καλωσόριζε, η ιδέα πως ίσως κάπου εκεί γύρω υπήρχε κάποιος που τον είχε στο στόχαστρό του, και τέλος οι παράξενες σκιές γύρω του που συνεχώς μάκραιναν ήταν παραπάνω από αρκετά για να φοβίσουν οποιονδήποτε. Η σκοπιά εδώ δεν είχε καμμιά σχέση με αυτήν του στρατοπέδου του πίσω στην πατρίδα. Εκεί, η χειρότερη απειλή ήταν μια έφοδος ελέγχου από τον ταξίαρχο της περιοχής. Εδώ, μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να βρεθείς αντιμέτωπος μ’ένα εχθρικό όχλο, μαζεμένο από το πουθενά, οπλισμένο με πέτρες και μολότωφ, ίσως ακόμα και με αυτόματα όπλα, που έρχεται για να σου δώσει να καταλάβεις πέρα από κάθε αμφιβολία τι αισθάνεται για σένα και την ειρηνευτική σου αποστολή. Η σύντομη, ξερή ομιλία του υποδιοικητή προς τους νεοφερμένους, μερικές ώρες πριν, δεν είχε κάνει τίποτα για να του λύσει τον κόμπο στο στομάχι. «Έξω από το συρματόπλεγμα είναι ζούγκλα, κύριοι. Στην παραμικρή βλακεία που θα κάνετε, κάποιος θα σας τινάξει το κεφάλι στον αέρα και δε θέλω να χρειαστεί να επιστρέψω στις μανάδες σας μια χούφτα εθνόσημα!» Αυτή η τελευταία κουβέντα δεν μπορούσε να του ξεκολλήσει απ’το μυαλό. Στη φαντασία του, όλο και πιο ζωντανός καθώς σκοτείνιαζε, ένας ελεύθερος σκοπευτής από ένα κοντινό μπαλκόνι, με μαυρισμένο με φούμο πρόσωπο και με γυμνωμένα τα δόντια, τον είχε στο στόχαστρό του απ’την πρώτη κιόλας στιγμή. Μόλις έπεφτε εντελώς το σκοτάδι το σταυρόνημα θα σταματούσε στο κεφάλι του, μια αθόρυβη εκπυρσοκρότηση, και μια γυαλιστερή σφαίρα θα’ρχόταν να του τρυπήσει κράνος κι εθνόσημο μαζί, να σκορπίσει τα μυαλά του στις ξένες πέτρες. Κούνησε δυνατά το κεφάλι του για ν’αποδιώξει το μαυρισμένο, αγριεμένο ξένο πρόσωπο. Είχε σφίξει τόσο δυνατά το τουφέκι που το χέρι του είχε ασπρίσει και κάθε λίγο ακουμπούσε τις παλάσκες στη ζώνη του για να βεβαιωθεί οτι οι γεμιστήρες ήταν εκεί' είναι παράξενο πόσο παρηγορητικό μπορεί να γίνει το σκληρό, κρύο μέταλλο. Αν δεν έχουμε τη ζεστή σάρκα κάποιου άλλου να χαιδέψουμε, χαιδεύουμε αυτό που φτιάχτηκε για να την καταστρέφει. Μόνο που τέσσερα μεταλλικά κουτιά και μερικές δεκάδες σφαίρες δε σου ανταποδίδουν την τρυφερότητα, σκέφτηκε στα γρήγορα, πριν διώξει κι αυτές τις λέξεις απ’το μυαλό του. Δεν ήταν ώρα τώρα ν’αρχίσει να σκέφτεται ποιός θα του την ανταπέδιδε' σκόπευε να κρατήσει τ’αγαπημένα του πρόσωπα γι’αργότερα, όταν η μοναξιά θα βάραινε με τους μήνες.
Γύρισε ξανά το βλέμμα του προς τα έξω. Είχε νυχτώσει και μόνο μερικά περιγράμματα μπορούσε πια να ξεδιακρίνει, διάχυτα στο μισοσκόταδο. Έψαξε στα τυφλά με το χέρι του στο σανίδι δίπλα του μέχρι που βρήκε αυτό που ήθελε και το σήκωσε ψηλά να το κοιτάξει. Έλυσε το κορδόνι της δερμάτινης θήκης κι έβγαλε από μέσα ένα μαύρο μεταλλικό κύλινδρο: τη διόπτρα νυχτερινής σκόπευσης.
"Προσοχή μ’αυτό", είχε γρυλλίσει ο προηγούμενος σκοπός καθώς του την έδινε. "Κοστίζει ένα εκατομμύριο, μέχρι κι οι μπαταρίες είναι πανάκριβες. Με οικονομία."
Στο διάβολο οι μπαταρίες. Το σκοτάδι στο άγνωστο μέρος είναι ανυπόφορο. Γλύστρισε τη διόπτρα πάνω στο όπλο μέχρι που τη άκουσε να κουμπώνει μ’ένα κλίκ, και την άναψε. Ακούμπησε στο άνοιγμα της σκοπιάς, έσφιξε το κοντάκι στον ώμο του και κοίταξε μέσα.
Ο κόσμος γύρω φωτίστηκε αμέσως' με ένα όμως και μοναδικό χρώμα. Τα πάντα ήταν πράσινα, από το σκούρο του κυπαρισσιού ως το λαμπερό του φωσφόρου, σαν ένα μεγάλο πράσινο φάντασμα να είχε πάρει ένα πινέλο και να είχε βάψει τον κόσμο με τη μπογιά του εαυτού του. Οι μακρινοί λόφοι ήταν πάντα σκοτεινοί, αλλά τα παράθυρα των σπιτιών του χωριού, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, φαίνονταν ξεκάθαρα. Ακόμα κι αν φωτίζονταν από ένα κερί, η λάμψη τους μέσα απ’τη διόπτρα ήταν πολύ έντονη, σαν λαμπερά πράσινα μάτια που τον κοίταζαν. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν ηλεκτρικά φώτα αναμμένα πουθενά, σκέφτηκε, η λάμψη τους θα τον τύφλωνε. Εστρεψε το όπλο προς τ’αριστερά κι έπιασε να κάνει ένα αργό κύκλο, κοιτάζοντας τα γύρω του μέσα απ’τη διόπτρα. Ενα παλιό γήπεδο ποδοσφαίρου, ρημαγμένο τώρα, με τα άσπρα δοκάρια του να φωσφορίζουν. Μερικά σπίτια παραδίπλα, το ένα απ’αυτά μισοκαμμένο, χωρίς στέγη. Ενα κομμάτι απ’το χωματόδρομο που περνούσε μπροστά απ’το στρατόπεδο. Στο τέλος, μερικές πανύψηλες λεύκες που κινούνταν νωχελικά στο βραδυνό αέρα. Δεν έμεινε να τις κοιτάξει, όπως ήθελε. Με την άκρη του ματιού του νόμισε οτι είχε δεί κάτι να κινείται στο δρόμο. Το ξαναβρήκε σχεδόν αμέσως κι η ανάσα του έμεινε μετέωρη' μια φιγούρα, μισοκρυμμένη από ένα ανάχωμα, πλησίαζε προς το μέρος του περπατώντας παράλληλα με το φράχτη του στρατοπέδου. Κάτι απ’τα σωθικά του ανέβηκε και σκάλωσε στο λαιμό του κι έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το όπλο. Η ακαθόριστη, μάλλον μικρόσωμη φιγούρα του ξανάφερε στο μυαλό την απειλή ενός εχθρικού όχλου κι ο αντίχειράς του, σχεδόν μηχανικά, ανέβηκε κι έβγαλε την ασφάλεια του όπλου. Κινούνταν παράλληλα με το φράχτη αλλά ερχόταν όλο και πιο κοντά κι αυτός ένιωθε την καρδιά του να έχει κολλήσει στο στέρνο του, τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά να σηκώνονται όρθια και τη φωνή του να μη μπορεί να βγεί, να μη μπορεί ούτε καν να ψελλίσει τη διαδικασία της αναγνώρισης. Ο ένας άνθρωπος στο σκοτάδι έγινε πολλοί, μυριάδες, που τον πλησίαζαν αργά, αθόρυβα, έρποντας, κρατώντας σκουριασμένα μαχαίρια και σπασμένα μπουκάλια για να ορμήσουν πάνω του και να τον πετσοκόψουν κομμάτια, να φύγουν βαμμένοι με το αίμα του. Εκλεισε σφιχτά τα μάτια του και τα ξανάνοιξε για να φύγει η φριχτή οπτασία' η λαμπερή πράσινη ανθρώπινη μορφή, πάντα μόνη της, είχε φτάσει σχεδόν απέναντί του τώρα και συνέχιζε να κινείται. Κρατούσε το σταυρόνημα της διόπτρας σταθερά πάνω στη φιγούρα και προσπάθησε ξανά παρά τον τρόμο του να φωνάξει την αναγνώριση. Δεν πρόλαβε. Ενα απίστευτα φωτεινό κύμα ορθώθηκε μπροστά του χωρίς προειδοποίηση, αθόρυβα, και τον τύφλωσε. Η διόπτρα πολλαπλασιάζει το φως δεκάδες φορές, κι η έκρηξη μιας φωτοπαγίδας είναι ήδη πολύ δυνατή σε λάμψη. Χιλιάδες πύρινες βελόνες χώθηκαν στο δεξί του μάτι και μούγκρισε απ'τον πόνο καθώς τραβιόταν λίγο προς τα πίσω. Όλο του το σώμα συσπάστηκε, ο δείκτης του έσφιξε τη σκανδάλη. Μια μικρή κλωτσιά στον ώμο κι η σφαίρα έφυγε ίσια, ολόισια στον προορισμό της.

* * *

Ο Νικόλα συνέχιζε να περπατά προς το γήπεδό του, δίπλα στο ανάχωμα. Η πολλή ησυχία τον φόβιζε λίγο, αλλά δε σταμάτησε. Δε μπορούσε να γυρίσει σπίτι του αν δε βεβαιωνόταν οτι δεν υπήρχε κάποιος εκεί να παίζει. Ηξερε πως δε θα'βρισκε κανένα, μα παρ'όλ'αυτά... Κλώτσησε στεναχωρημένος μια πέτρα και μετά μια άλλη. Στη δεύτερη, το πόδι του μπλέχτηκε κάπου' κάτι σα σύρμα ήταν. Συνέχισε την κίνησή του για να κλωτσήσει και το σύρμα μαζί.
Άκουσε ένα ελαφρό ήχο και τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα. Ενα τεράστιο πορτοκαλί κύμα από φως, σαν πύρινο τέρας, όρμησε πάνω του και τον τύλιξε. Τα μάτια του τυφλώθηκαν, τα γόνατά του λύγισαν κι έπεσε κάτω σχεδόν αμέσως, μισολιπόθυμος από το φόβο. Σχεδόν ταυτόχρονα, καθώς έπεφτε, άκουσε ένα ξερό κρότο να έρχεται από τη μεριά του στρατοπέδου κι ένιωσε κάτι να σφυρίζει περνώντας από πάνω του, μερικά εκατοστά απ'το πρόσωπό του. Πετρωμένος από το φόβο του, έμεινε εκεί που είχε πέσει χωρίς να τολμά να κινηθεί καθόλου, ούτε ν'ανοίξει τα μάτια του. Η λάμψη δεν τον είχε κάψει, όπως περίμενε, μόνο ένα τσούξιμο ένιωθε στο δεξί του πόδι. Όλος ο κόσμος όμως βούιζε κι έβλεπε ακόμα παντού, σαν ηχώ, το τεράστιο φως να ορμά πάνω του. Έμεινε εκεί, σφιγμένος, χωρίς καλά καλά ούτε ν'ανασαίνει.
Μετά από μερικές στιγμές του φάνηκε πως άκουσε βαριά και βιαστικά βήματα από μπότες να έρχονται προς το μέρος του. Αισθάνθηκε κάποιον να σταματάει από πάνω του. Ένας δισταγμός και μετά μερικές τρεμάμενες λέξεις, σε μια άγνωστη γλώσσα.
"Όχι ρε... Όχι..."

Κάτι σα λυγμός, κι ένας ελαφρός μεταλλικός ήχος...

Και μετά, ένα ακόμα ξερό κρότο, απο πάρα πολύ κοντά τώρα.

Κι ένα σώμα, βαρύ, άψυχο, να σωριάζεται πάνω του και να τον βαραίνει ξαφνικά.

Labels: