Wednesday, February 16, 2005

Έλσα

Ο θόρυβος από το διπλανό τραπέζι, τους σερβιτόρους που πηγαινοέρχονταν και την ασταμάτητη κυκλοφορία στο δρόμο σκέπασε για μια στιγμή τα λόγια του διπλανού του. Δεν τον ένοιαζε και πολύ—ήταν ένας βαρετός τύπος, που συνεχώς κολάκευε το αφεντικό.
«...πρόλαβα να πουλήσω πριν τη μεγάλη πτώση. Τι έγινε με τις δικές σου;»
Μουρμούρισε κάτι για να τον ξεφορτωθεί. Τα καταραμένα εταιρικά δείπνα πάντα τραβούσαν σε μάκρος, και ήταν ήδη αρκετά κουρασμένος. Το μυαλό του ήταν ήδη μακριά, στο διαμέρισμά του, στο κρεβάτι του, που απόψε, όπως και κάθε βράδυ της τελευταίας εβδομάδας, δεν θα’ταν άδειο.
«Πως τα πας με την καινούργια; Τι λέει; Πως την λένε, είπαμε;»
Γύρισε ξαφνιασμένος, ενοχλημένος σχεδόν που κάποιος διάβασε τη σκέψη του. Μαλάκωσε αμέσως. Άλλωστε, ένας μόνο ήξερε γι’αυτήν—ο μοναδικός του φίλος σ’όλη την εταιρία.
«Έλσα», απάντησε, «’Ελσα». «Είναι...είναι...» και η φωνή του έσβησε σε ένα χαμόγελο. Δε χρειαζόταν να πει τίποτε άλλο. ο ήχος του ονόματός της τον συνεπήρε για άλλη μια φορά—
«Εντάξει φίλε, κατάλαβα. Δεν αντέχεις άλλο αυτό το μέρος, ε; Θα κάνω νόημα στ’αφεντικό να τελειώνουμε, άλλωστε κι εμένα με περιμένουν στο σπίτι...»


Δυσκολεύτηκε λίγο να βάλει το κλειδί, το Καλιφορνέζικο κρασί είχε κάνει τη δουλειά του πολύ ευσυνείδητα. Προχώρησε μέχρι το σαλόνι, κι η θέα απ’τις μισάνοιχτες πόρτες του μπαλκονιού του έκοψε για μια φορά ακόμα την ανάσα. Από τον 26ο όροφο της πολυκατοικίας τα φώτα της πόλης ήταν μια θάλασσα κάτω από τα πόδια του. Σαν να ετοιμάζεσαι να πέσεις πάνω σ’ένα γαλαξία, σκέφτηκε—κι ύστερα θυμήθηκε πως οι ποιητικές παρομοιώσεις δεν ήταν και πολύ του χαρακτήρα του.
Η Έλσα θα είχε πέσει ήδη στο κρεββάτι. Η κρεββατοκάμαρα ήταν σκοτεινή, και του φαινόταν ήδη πως μπορούσε ν’ακούσει τη ρυθμική της ανάσα.
«Ο ύπνος μαζί σου είναι γιορτή», είχε πει κάποτε, σε κάποια άλλη. Χαμογέλασε. Όταν το είχε πει αυτό, δεν είχε ιδέα τι σημαίνει πραγματική γιορτή. Τώρα όμως ήξερε.
Από τα κλειστά στόρια της κρεββατοκάμαρας έμπαινε πολύ λίγο φως, και μόλις που μπορούσε να ξεδιακρίνει την κοιμισμένη φιγούρα. Πλησίασε προσεκτικά και χάιδεψε τα μαλλιά που ξεχύνονταν στα σκεπάσματα. Κοιμόταν στο πλάι, και το στήθος της ανεβοκατέβαινε αργά. Ξεντύθηκε στα γρήγορα, ξάπλωσε στην αριστερή μεριά του κρεββατιού, τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω του και της γύρισε την πλάτη χαμογελώντας. Ήξερε τι θα συνέβαινε. Η Έλσα μισοξύπνησε, έβγαλε ένα παραπονεμένο ήχο κι άπλωσε το χέρι της, ψάχνοντας. Μόλις τον ακούμπησε, άρχισε να κινείται προς το μέρος του και κόλλησε πάνω του. Το ζεστό της σώμα τον τύλιξε και μια γλυκιά αποχαύνωση τον συνεπήρε. Ένιωθε το σφιχτό της στήθος να κεντρίζει την πλάτη του, τους γοφούς της να εφαρμόζουν στους δικούς του και τις μακριές της γάμπες να είναι τυλιγμένες γύρω από τα πόδια του. Τα χείλη της ακουμπούσαν στο σβέρκο του και τα ένιωθε να κινούνται ελαφρά, σα να τον φιλούσε στον ύπνο της. Αποκοιμήθηκε πετώντας μακριά, πάνω σ’ένα ζεστό σύννεφο από σάρκα και καστανόξανθα μαλλιά.
Μερικές ώρες αργότερα, μισάνοιξε τα μάτια του. Από το παράθυρο έμπαινε λίγο αμυδρό γαλάζιο φως, σε λίγο θα ξημέρωνε. Δεν ήταν όμως αυτό που τον είχε ξυπνήσει. Το χέρι της Έλσας που μέχρι τότε αναπαύονταν στο στήθος του είχε αρχίσει να τον χαιδεύει κι ένιωθε τα χείλη της να προσπαθούν να φτάσουν το λαιμό του. Χαμογέλασε, και της χάιδεψε τον τέλειο γλουτό με την παλάμη του.
«Μμμ, έλα, αρκετά δεν κοιμήθηκες;» η φωνή της Έλσας, νυσταγμένη και γουργουριστή στο αυτί του. Το χέρι της συνέχισε να τον χαιδεύει και κατέβαινε συνεχώς χαμηλότερα. Γύρισε ανάσκελα, για να μπορεί να τη βλέπει. Έπιασε το πρόσωπό της στο χέρι του και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του.
«Έλσα...»
«Ναι...;»
«Δε θα με πείραζε και να μην κοιμόμουν καθόλου...»
Δεν του απάντησε. Αντί γι’αυτό, άρχισε να τον φιλάει στο στήθος, ενώ το χέρι της τον χάιδευε πάντα. Τα στήθη της, ελεύθερα, μόλις που ακουμπούσαν το πλευρό του, κι ένιωθε τις ορθωμένες θηλές να σαλεύουν πάνω του. Τον φιλούσε χαμηλότερα τώρα, κι όλο πιο χαμηλά, μέχρι που σταμάτησε, κι ένιωσε τη συγκλονιστική υγράδα του στόματός της να τον περιτυλίγει, τρυφερά και δυνατά ταυτόχρονα. Σήκωσε λίγο το κεφάλι του για να δει το δικό της να ανεβοκατεβαίνει πάνω από τη μέση του και μετά ξανάπεσε πίσω, σχεδόν μην αντέχοντας την ηδονή.
Ήρθε από πάνω του, κι ένιωσε να μπαίνει στη ζεστασιά του κόλπου της, Έριξε το κεφάλι της πίσω, όρθωσε τα στήθη της κι άρχισε να βογκάει ελαφρά.
«Έλσα...»
«Μμμννναι...πες μου...»
«Έχω χάσει το μυαλό μου με σένα...»
Έσκυψε και τον φίλησε με πάθος στο στόμα. Τα χέρια της τον χάιδευαν στο λαιμό, κι ένιωθε τα στήθη της στο δικό του. Η Έλσα ανασηκώ9ηκε κάπως, τα χέρια της τύλιξαν το λαιμό του και με τους αντίχειρές της του πίεσε ελαφρά το μήλο του Αδάμ.
«Μμμμ, που το ξέρεις οτι μ’αρέσει αυτό;»
«Μου το είπες προχθές το βράδυ, το ξέχασες;»
Ένιωσε λίγο τη μεθυστική αίσθηση του πνιγμού κι οι σφυγμοί του επιταχύνθηκαν ακόμα περισσότερο. Ο οργασμός πλησίαζε, το ένιωθε. Κι ο αέρας κοβόταν σιγά σιγά περισσότερο.
Ένιωσε μια μικρή φωτιά στα πνευμόνια του κι από την άκρη του μυαλού του φαινόταν ένα μαύρο σύννεφο. Έβλεπε τα μάτια της να τον κοιτάζουν σταθερά, μ’ ένα βλέμμα σχεδόν γυάλινο.
«Έλσα, μ’αρέσει, αλλά φτάνει...»
Δε σταματούσε. Συνέχισε να τον πιέζει. Προσπάθησε να ξεκολλήσει τα χέρια της από πάνω του, αλλά δεν τα κατάφερε.
«Έλσα, δεν...μπορώ...ν’ανασάνω...»
Ήταν στα όρια του πανικού. Το μαύρο σύννεφο είχε κατακλύσει το μυαλό του κι ένιωθε πως δεν μπορούσε να ελέγξει πια το σώμα του. Προσπάθησε με το χέρι του να φτάσει το γλουτό της αλλά δεν τα κατάφερε. Η σκοτοδίνη ήρθε, αδυσώπητη.
«Έλσα... Έλσ...»
Το κεφάλι του έπεσε στο πλάι και τα μάτια του κοίταξαν το κενό.


Το φως είχε δυναμώσει κάπως τώρα, και μικροσκοπικά σωματίδια σκόνης φαίνονταν να ταλαντεύονται στην ακτίδα που έμπαινε απ’το παράθυρο. Το δωμάτιο ήταν ήσυχο. Η Έλσα ήταν πάντα πάνω του, τα χέρια της στο λαιμό του, το βλέμμα της γυάλινο κι ακίνητο. Τα μάτια του είχαν ζωγραφισμένη την αγωνία της τελευταίας στιγμής. Το δεξί του χέρι ήταν ακόμα ακουμπισμένο στο γοφό της, μην έχοντας καταφέρει να φτάσει εκεί που προσπαθούσε.
Τρία εκατοστά πιο πέρα, μόλις που διακρινόταν πάνω στο δέρμα του τέλειου γλουτού, ένα μικροσκοπικό κουμπί. Με δύο λέξεις τυπωμένες δίπλα του.

“Emergency Stop”.

Labels: ,

1 Comments:

Blogger Yannis Petsas said...

05:17
Αϋπνίες…
Η Έλσα σου ήταν ό,τι έπρεπε, με συνέφερε.

5:27 AM  

Post a Comment

<< Home