Wednesday, February 16, 2005

Περσέας

Αργοπορούσε επίτηδες. Θα μπορούσε να έχει φτάσει ήδη, μα το τραβούσε όσο γινόταν περισσότερο, κι ήταν κιόλας μια ώρα στο δρόμο. Πέρασε πρώτα απ’όλα τα βιο-κτήματα και τις φάρμες, τάχα για να δει πως είναι η κατάσταση, μήπως τα πράγματα έχουν πάρει καθόλου προς το καλύτερο. Ανοησίες, χθες μόλις είχε περάσει ξανά απ’όλα, και δεν υπήρχε λόγος να έχουν αλλάξει σε μια μέρα. Τα ζώα στέκονταν όπως πάντα στις προκαθορισμένες θέσεις τους, εκεί που θα περνούσαν όλη τους τη ζωή—δεν είχαν πόδια, οι γενετιστές τα είχαν απαλλάξει από αυτά εδώ και δεκαετίες. Ούτε και γύρισε κανένα να τον κοιτάξει—δεν είχαν μάτια για να τον δουν, ούτε αυτιά για να τον ακούσουν. Μόνο το στόμα τους είχε απομείνει, κι έβοσκαν ατάραχα στο γρασίδι. Όλα ήταν μια χαρά, εκτός απ’το ότι κάθε φάρμα έπρεπε να έχει καμμιά εκατοστή ζώα, και τώρα υπήρχαν μόνο καμμιά εικοσαριά. Οι Νύμφες τα είχαν αποδεκατίσει.
Κάποιος ονειροπαρμένος κτηνοτρόφος είχε βαφτίσει έτσι τα μεγάλα παράσιτα που είχαν εισβάλλει από το πουθενά στο μικρόκοσμό τους. Κινούνταν λέει με μεγάλη χάρη στον αέρα, με απαλές κυματιστές ωθήσεις. Ήταν σχεδόν απολαυστικό να τα παρακολουθεί κανείς—μέχρι να προσγειωθούν πάνω σε κάποιο ζώο. Εκεί τελείωνε όλη η μαγεία κι έδινε τη θέση της στη φρίκη. Άνοιγαν μια τρύπα στο δέρμα και διοχέτευαν στο θύμα μια νευροτοξίνη. Μέσα σε δυο λεπτά η γλώσσα του άτυχου ζώου είχε πεταχτεί έξω και πέθαινε μέσα σε σπασμούς. Η Νύμφη έφευγε μετά από λίγο, έχοντας απομυζήσει ό,τι σωματικά υγρά μπορούσε να βρεί. Δεν είχαν επιτεθεί μέχρι τώρα σε ανθρώπους, μα κάποιος είχε πλησιάσει πολύ κοντά μια απ’τις πρώτες φορές που είχαν εμφανιστεί, για να δει τι έκανε αυτό το λευκό πέπλο, μισό μέτρο διάμετρο, πάνω στη γελάδα του. Είδε μια μώβ λάμψη, έμεινε για λίγο ακίνητος και μετά σωριάστηκε κάτω, στην ίδια ακριβώς στάση. Έμεινε έτσι τρεις μέρες, κι όταν συνήλθε μιλούσε ασυνάρτητα.
Στάθηκε για λίγο να κοιτάξει τη θέα από το θόλο πάνω απ’το κεφάλι του. Μπορούσε να δει δεκάδες μικρόκοσμους ανά πάσα στιγμή, αλλά αυτός που του άρεσε περισσότερο ήταν η Ευρύκλεια, ο μεγαλύτερος από τους αποικισμένους αστεροειδείς της γειτονιάς τους. Με πάνω από πενήντα χιλιάδες πληθυσμό, τα φώτα της μεγαλύτερης πόλης φαίνονταν καθαρά μέσα απ’το θόλο της. Σύντομα θα έπρεπε οι κάτοικοί της να ριχτούν ξανά στον αποικισμό—άφθονοι αστεροειδείς, πλούσιοι σε νερό τους περίμεναν στην άλλη άκρη της Ζώνης. Αν όμως οι Νύμφες άρχιζαν να μολύνουν κι άλλους μικρόκοσμους, η εξάπλωση έπρεπε να περιμένει. Γι’αυτό έπρεπε όλα να τελειώσουν εδώ, στο δικό του κόσμο, και γρήγορα.
Είχαν εμφανιστεί από το πουθενά, πριν μερικές εβδομάδες. Γοητευτικά όντα στην αρχή, πηγή τρόμου λίγο μετά. Κάποιος είχε καταφέρει να σκοτώσει μία—δεν ήταν αδύνατο, αρκεί να μην την κοίταζες από πολύ κοντά. Πολλαπλασιάζονταν όμως συνεχώς και η προφανής λύση είναι πάντα η ίδια για όλα τα παράσιτα. Τα ξεριζώνεις, αν είναι φυτά. Ή σκοτώνεις τη μητέρα τους.
Ακούμπησε για λίγο κάτω το δρεπάνι πλάσματος που κρατούσε. Ιονοδρέπανο το έλεγαν στους Αστεροειδείς. Δεν ήταν βαρύ για να τον κουράσει—όχι αυτόν, τουλάχιστον. Οι αγρότες της Ζώνης ήταν στιβαροί, γεροδεμένοι άνθρωποι. Ένιωθε όμως παράξενα να το έχει μαζί του για τέτοιο σκοπό—για να σκοτώσει. Μια κυλινδρική λαβή σχεδόν μισό μέτρο μήκος, που έβγαζε μια μαγνητικά ελεγχόμενη λεπτή δέσμη πλάσματος. Με θερμοκρασία άστρου, έκοβε οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του—κατά κανόνα κρέας στα σφαγεία, ή κλαδιά δέντρων. Ήταν ό,τι κοντινότερο είχαν σε όπλο κι αυτό είχε πάρει μαζί του. Προτιμούσε να το σκέφτεται σα σπαθί, μάλλον, παρά σαν δρεπάνι, μήπως κι έτσι αποκτούσε λίγο απ’το κουράγιο των ιπποτών στα μυθιστορήματα. Γιατί το φοβόταν το πλάσμα που γεννούσε τις Νύμφες.
Πως να ήταν; Μια Νύμφη, πιο μεγάλη από τις άλλες, σίγουρα. Ή μήπως όχι; Ένας τολμηρός νεαρός είχε ακολουθήσει μερικά από τα πλάσματα, μετά το σούρουπο. Τελικά χάθηκαν όλες μαζί πίσω από ένα βράχο δίπλα στο ποτάμι κι ο νεαρός άκουσε μερικές περίεργες φωνές. Δεν είχε μείνει ούτε στιγμή παραπάνω, είχε γυρίσει πίσω στο χωριό τους άσπρος απ’το φόβο του κι είχε αναφέρει στους Γεροντότερους. Κι αυτοί, ζήτησαν ένα εθελοντή...
Κάθισε για λίγο σε ένα βράχο. Χιλιάδες μικρές πεταλούδες ένιωθε να σαλεύουν στο στομάχι του, κι οι παλάμες του είχαν ιδρώσει. Μα δεν ήταν μόνο ο πανάρχαιος φόβος του άγνωστου τέρατος που τον έκανε να σαστίζει. Ήταν και μια αίσθηση πως κάποτε τα είχε ξαναζήσει όλα αυτά, πως ο φόβος, οι Νύμφες, και το σπαθί, ήταν πράγματα που τα ήξερε, κομμάτι από τις αναμνήσεις του...

* * *

(κάπου αλλού, χιλιάδες χρόνια πριν...)

Σηκώθηκε απ’το βράχο, ξαναπήρε το σιδερένιο σπαθί στο χέρι του κι έλεγξε την κόψη του στο δάχτυλό του. Το είχε δώσει στο σιδερά του χωριού να το ακονίσει, το ίδιο πρωί. Τον είχε ακούσει να μουρμουρίζει ξόρκια πάνω από τον τροχό του, κι είχε χαμογελάσει—δεν πίστευε αυτός στη δύναμη που θα έδιναν οι Θεοί από το βουνό τους στο σπαθί του, μόνο στο θάρρος του πίστευε, και στη δύναμη στο δεξί του μπράτσο. Δεν μπορούσε όμως να βγάλει απ’το μυαλό του τους θρύλους που είχε ακούσει παλιά για τη Μητέρα των Νυμφών της θάλασσας.Για τα μαλλιά της, ζωντανά φίδια που στριφογύριζαν παντού γύρω της και την προστάτευαν. Για το βλέμμα της, που μαγνήτιζε. Και για τη φρικτή της όψη, που πέτρωνε όποιον την κοίταζε καταπρόσωπο. Δεν είχε δώσει σημασία τότε—ακόμα ένα τέρας, από τα αναρίθμητα στον κόσμο. Κι άλλωστε, μερικά από τα χειρότερα έχουν μορφή ανθρώπου. Μα τώρα ήταν αλλιώς. Τα παιδιά της είχαν κατακλύσει τις θάλασσες και τα ψαροχώρια όπως το δικό του κόντευαν να λιμοκτονήσουν γιατί στα δίχτυα τους δεν έπιαναν τίποτα πια.
Κατηφόρισε προς τη θάλασσα. Ο καυτός ήλιος ζέσταινε τους ώμους του, μα παρ’όλα αυτά ένιωθε να κρυώνει. Κοίταξε λίγο προς τα πάνω το ασυννέφιαστο γαλάζιο κι άθελά του παρακάλεσε τον αρματηλάτη θεό να του δώσει δύναμη—ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του ζητούσε κάτι. Μια ξαφνική κίνηση στα δεξιά του τον έκανε να γυρίσει απότομα. Ήταν ένα μικρό αγριοκάτσικο, που χοροπήδησε προς το μέρος του και πλησίασε λίγο για να τον κοιτάξει περίεργο. Του έτεινε το χέρι του, κι αυτό έφυγε τρομαγμένο.
Συνέχισε το δρόμο του. Η αύρα κι η μυρωδιά της θάλασσας τον έφτασαν. Στ’αυτιά του άκουγε ακόμα τις τελευταίες συμβουλές του γέρου σοφού του χωριού, αδερφού της μητέρας του. «Να την προσέχεις τη Μέδουσα, αγόρι μου. Να κοιτάς αλλού όταν την πλησιάζεις. Πέτρα γίνεται όποιος την αντικρύζει κι η ψυχή του θα τριγυρίζει στα Τάρταρα αιώνια. Μα όταν βρεθείς μπροστά της, μη φοβηθείς. Κόψε το φριχτό της κεφάλι κι απάλλαξέ μας απο αυτήν και τα παιδιά της. Μη μας αφήσεις να πεινάσουμε, αγόρι μου». Σε μια σπηλιά στη ρίζα του βράχου, είχαν πει οι ψαράδες, μαζεύονταν τα βράδυα οι Νύμφες της θάλασσας. Έρχονταν να βρούν τη μητέρα τους που φώλιαζε μέσα. Στην ίδια σπηλιά που τα παιδιά φοβόταν να κολυμπήσουν παλιά, γιατί άκουγαν τάχα τις φωνές των πνιγμένων.
Έφτασε στο τέρμα του μονοπατιού, και στάθηκε μια στιγμή ν’αγναντέψει τη γαλαζοπράσινη απεραντοσύνη μπροστά του. Ποιός ξέρει, αν ήταν για τελευταία φορά. Μα δεν μπορούσε να κάνει πίσω τώρα. Οι ικεσίες των δικών του ανθρώπων δε σήκωναν κανένα δισταγμό. Έβγαλε το δερμάτινο θώρακα του και τον άφησε στο χώμα. Πλησίασε στην άκρη του βράχου κι άφησε το σπαθί να πέσει στο νερό. Περίμενε μέχρι να το δει να γυαλίζει ακίνητο στο βυθό και μετά βούτηξε κι ο ίδιος, απο οκτώ μέτρα ύψος.

* * *

Βγήκε από το νερό κρατώντας το ιονοδρέπανο ίσια μπροστά του και προχώρησε πολύ αργά προς τα εμπρός. Του φαινόταν πως η ανάσα του έκανε πάρα πολύ θόρυβο κι οι παλμοί του αντηχούσαν υπόκωφα. Ήθελε να εμποδίσει το μυαλό του να σκέφτεται τι μπορεί να αντίκρυζε στην άλλη μεριά του βράχου. Όλοι οι αρχέγονοι φόβοι, τα τέρατα του σκοταδιού που τα παιδιά τους δίνουν ονόματα για να τα κάνουν λιγότερο τρομαχτικά, ο ατταβιστικός τρόμος του σαρκοφάγου που κρύβεται στις λόχμες, όλα όρμησαν να του παραλύσουν το μυαλό. Μέχρι που η ησυχία έσπασε.
Μια νότα ψηλή και καθαρή γέμισε τον αέρα, έπεσε λίγο κι ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, κρυστάλλινη και δυνατή. Πίσω από το βράχο πρόβαλλε μια Νύμφη πετώντας αργά, με το κεφάλι της να κοιτάει προς τα πίσω, εκεί απ’όπου έφευγε. Του φάνηκε πως είδε κάτι σαν χέρι να σηκώνεται αργά και να ξεπροβοδίζει τη Νύμφη. Κι αυτή γύρισε προς τα εμπρός και συνέχισε να πετάει, πιο γρήγορα τώρα, με μικρές λεπτεπίλεπτες κινήσεις. Κατευθύνθηκε αργά προς το θόλο μέχρι που χάθηκε απ’τα μάτια του κι ανακατεύτηκε με τις άλλες φωτεινές κηλίδες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα αυτές, τους Αστεροειδείς της Ζώνης.
Η νότα στον αέρα χαμήλωσε κι αναλύθηκε σε αρμονικές μέχρι που σιγά σιγά χάθηκε, και μαζί της κι η γαλήνη που τον είχε κυριέψει για μια στιγμή. Ο φόβος άρχισε πάλι να έρπει στα σωθικά του κι έσφιξε ξανά το ιονοδρέπανο περπατώντας αργά γύρω από το βράχο. Προχώρησε μέχρι που προσπέρασε και την τελευταία πέτρινη προεξοχή που του έκρυβε τη θέα, και κοίταξε.
Μια ακαθόριστη, κυματιστή γυναικεία φιγούρα στεκόταν όρθια στη ρίζα του βράχου και φαινόταν να κοιτάει προς το θόλο, προς τα εκεί που είχε απομακρυνθεί η Νύμφη. Ήταν σαν να κοίταζε μια ζωγραφιά μέσα από μια κινούμενη ομίχλη. Φαινόταν να πάλλεται ολόκληρη και τα κατάμαυρα πυκνά μαλλιά της στριφογύριζαν κι αυτά κυματιστά, σα να ήταν ζωντανά, με δική τους βούληση. Δεν μπορούσε να δει τα πόδια της—η εικόνα ήταν τελείως συγκεχυμένη εκεί και δεν μπορούσε να καταλάβει αν πράγματι στεκόταν όρθια ή αν έβγαινε μέσα απ’το βράχο. Τον αντιλήφθηκε, και γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει.
Πέτρωσε εκεί που στεκόταν. Μα όχι από τρόμο. Δεν ήξερε τους αρχαίους μύθους, κι αν τους ήξερε θα τους περιφρονούσε από δώ και πέρα—γιατί τα είχαν πει όλα λάθος. Το ωραιότερο πρόσωπο που είχε δει ποτέ στη ζωή του τον κοίταζε τώρα κατάματα, κι η τρυφερότητα κι η αγάπη που είχαν ζωγραφιστεί πάνω της καθώς κοίταζε τη Νύμφη δεν είχαν σβήσει ακόμα καθώς γύριζε προς το μέρος του. Ένα ζευγάρι κατάμαυρα μάτια, κάπως σχιστά, στάθηκαν πάνω του κι ένιωσε τα γόνατά του αδύναμα. Νόμισε πως μέσα στο μυαλό του σχηματίστηκαν εικόνες από απύθμενα γαλάζια βάθη, θαλάσσια κήτη, κοράλλια κι ανεμώνες. Και την άλλη στιγμή, παράξενοι γαλαξίες και πλανήτες με τεράστιους ωκεανούς. Το ίδιο το δέρμα της είχε γαλάζιο χρώμα, σα να’ταν ένα κομμάτι από τη ζωντανή ψυχή της θάλασσας. Το στόμα της ήταν μικρό, με λεπτά χείλη κλεισμένα σφιχτά, σε μια ακαθόριστα λυπημένη έκφραση. Μα σιγά σιγά, καθώς τον κοίταζε, έλυσαν σε ένα μικρό χαμόγελο και στο βλέμμα της ζωγραφίστηκε μια γελαστή απορία—και μαζί μια πρόσκληση.
Βγήκε λίγο από το σάστισμα της πρώτης στιγμής και προχώρησε αργά προς το μέρος της, μαγεμένος. Ήθελε να νιώσει τα μαύρα της μαλλιά να τον τυλίγουν, να γίνει ένα με το γαλάζιο της. Έφτασε λίγα εκατοστά από το πρόσωπό της κι εκείνο το μικρό, λεπτό χαμόγελο δεν τον άφηνε να κοιτάξει αλλού. Έκλεισε τα μάτια του κι έσκυψε μέχρι που τα χείλη τους ακούμπησαν κι ένιωσε τα στήθη της να πάλλονται, δροσερά πάνω στο δικό του. Οι απόμακρες εικόνες στο μυαλό του ζωντάνεψαν και τον τύλιξαν, και βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε μακρινές θάλασσες να κολυμπά δίπλα σε σελάχια, να βουτά μαζί με τις όρκες σε σκοτεινά βάθη, να πηδά έξω απ’το νερό μαζί με τα δελφίνια και να αντικρύζει διπλούς ήλιους και κόκκινες ακτές. Και παντού γύρω του, χιλιάδες Νύμφες. Απέραντες γαλάζιες εκτάσεις τον κυρίεψαν κι ένιωσε να χάνεται. Πισωπάτησε με κόπο κι ένιωσε τα λεπτά γαλάζια χείλη να τον αφήνουν με λύπη.
Στάθηκε εκεί, ένα βήμα μακρυά της, άφωνος. Οι θάλασσες στο μυαλό του δεν έλεγαν να σβήσουν, μα ξαφνικά όλα χάθηκαν όταν ένιωσε κάτι να κινείται πίσω του. Γύρισε απότομα κι αντίκρυσε μια Νύμφη να τον πλησιάζει με τις λεπτές, νωχελικές κινήσεις της. Τον κυρίεψε πανικός και ξέχασε για μια στιγμή τη μπλέ οπτασία πίσω του. Οι φλέβες του γέμισαν με την αδρεναλίνη του φόβου, έσφιξε το ιονοδρέπανο στο χέρι του και χτύπησε μ’όλη του τη δύναμη. Τίποτα δεν μπορούσε ν’αντισταθεί στη δέσμη πλάσματος κι η νεκρή Νύμφη σωριάστηκε μαλακά στην όχθη. Την ίδια στιγμή ένιωσε ένα δυνατό κύμα πόνου, απορίας κι απέραντης θλίψης να έρχεται από πίσω του. Μισογύρισε, κι είδε τη Μητέρα να κυλάει γρήγορα προς το μέρος του με τα χέρια της απλωμένα και την αγωνία να έχει παραμορφώσει το ονειρικό της πρόσωπο. Δεν ερχόταν κατά πάνω του. Στην κόρη της πήγαινε, που κοίτονταν νεκρή στις πέτρες. Μ’αυτός δεν το ήξερε. Πριν προλάβει να σκεφτεί τι έκανε, στριφογύρισε το ιονοδρέπανο και χτύπησε πάλι, οριζόντια.

* * *

Έμεινε ακίνητος, σαστισμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως έβλεπε μπροστά του το σώμα της σωριασμένο, άψυχο, χωρίς να πάλλεται άλλο. Η γαλάζια ζωγραφιά είχε γίνει τραγική καρικατούρα, καθώς το σώμα της δεν ήταν ολόκληρο—το όμορφο κεφάλι της κείτονταν λίγο πιο πέρα, σκεπασμένο από πυκνά μαύρα μαλλιά που δε φιδογύριζαν πια. Δεν υπήρχε πουθενά αίμα, μια λάμψη μόνο είχε δει τη στιγμή που τη σκότωνε. Μα είχε νιώσει καθαρά πως μαζί της πέθαναν και χιλιάδες αναμνήσεις από θάλασσες σε μακρινούς κόσμους που έστελνε τα παιδιά της να κολυμπήσουν, εδώ και αιώνες. Ένα πανάρχαιο, θαυμαστό πλάσμα είχε πεθάνει από τα χέρια του. «Μη μας αφήσεις να πεινάσουμε, αγόρι μου...». Η αποστολή είχε τελειώσει μα ήταν ένα φριχτό, ένα τρομερό λάθος. Δεν είχε κανένα δικαίωμα αυτός, ένας αγρότης, να σκοτώσει κάτι που τον ξεπερνούσε τόσο πολύ. Είχε πέσει σε τεράστια Ύβρη κι η κατάρα θα τον κυνηγούσε πια αιώνια, το ήξερε. Έσκυψε, σήκωσε με τρυφερότητα το κεφάλι κι έφυγε από τη σκοτεινή πια σπηλιά με βήματα αργά, βαριά.
Λίγη ώρα αργότερα ανηφόριζε ξανά το μονοπάτι που θα τον έβγαζε πίσω στο χωριό. Τα ζώα στο δρόμο απέφευγαν να τον πλησιάσουν, ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Το σιδερένιο σπαθί στο δεξί του χέρι έμοιαζε ασήκωτο. Δε θα το χρησιμοποιούσε ποτέ ξανά, είχε κι αυτό βοηθήσει στο έγκλημα. Στο αριστερό του κρατούσε ακόμα το κομμένο κεφάλι. Δεν τολμούσε καθόλου να το κοιτάξει—του φαινόταν πως αν συνειδητοποιούσε πραγματικά αυτό που έκανε, θα έστρεφε το σπαθί στον εαυτό του. Πλησίασε στα πρώτα σπίτια του χωριού, κι είδε μερικά παιδιά να στέκονται και να τον κοιτάζουν απο την άκρη του δρόμου. Λίγο πιο πάνω στέκονταν περισσότεροι και στην Πλατεία θα τον περίμεναν οι Πρεσβύτεροι. Παρατήρησε τα απορημένα βλέμματά τους, γεμάτα θαυμασμό, να κοιτάνε αυτό που κρατούσε. Μερικές λέξεις ακούγονταν: «Η Μέδουσα...» «Νεκρή...» «Επιτέλους...» Δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να περπατάει, σκυφτός κι αμίλητος. Αλλιώς την είχε φανταστεί την είσοδό του, θριαμβευτική.
Έφτασε στην πλατεία. Οι φωνές είχαν αρχίσει να ζητωκραυγάζουν κι αυτός τις άκουγε σαν να φώναζαν απ’τον Άδη. Στη μέση των συγκεντρωμένων τον περίμενε ο Γεροντότερος, ο θείος του. Δε σήκωσε το κεφάλι του να τον κοιτάξει, ούτε αυτόν ούτε τους άλλους. Αν του έλεγαν κάτι, αυτός δεν άκουγε. Πέταξε μόνο το κεφάλι στα πόδια τους και το σπαθί το κάρφωσε δυνατά στο χώμα, δίπλα του.

* * *

Έσπρωξε ανάμεσα απ’το πλήθος για ν’ανοίξει δρόμο να φύγει. Κάποιος τον κοίταξε μ’απορία.
«Πού πας, Περσέα;»
Δεν απάντησε. Έδειξε μόνο με το δάχτυλο τη λαμπερή Ευρύκλεια, με τα σκάφη της έτοιμα να φύγουν για καινούργιους κόσμους. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο σε αυτόν εδώ.

Labels: ,

Έλσα

Ο θόρυβος από το διπλανό τραπέζι, τους σερβιτόρους που πηγαινοέρχονταν και την ασταμάτητη κυκλοφορία στο δρόμο σκέπασε για μια στιγμή τα λόγια του διπλανού του. Δεν τον ένοιαζε και πολύ—ήταν ένας βαρετός τύπος, που συνεχώς κολάκευε το αφεντικό.
«...πρόλαβα να πουλήσω πριν τη μεγάλη πτώση. Τι έγινε με τις δικές σου;»
Μουρμούρισε κάτι για να τον ξεφορτωθεί. Τα καταραμένα εταιρικά δείπνα πάντα τραβούσαν σε μάκρος, και ήταν ήδη αρκετά κουρασμένος. Το μυαλό του ήταν ήδη μακριά, στο διαμέρισμά του, στο κρεβάτι του, που απόψε, όπως και κάθε βράδυ της τελευταίας εβδομάδας, δεν θα’ταν άδειο.
«Πως τα πας με την καινούργια; Τι λέει; Πως την λένε, είπαμε;»
Γύρισε ξαφνιασμένος, ενοχλημένος σχεδόν που κάποιος διάβασε τη σκέψη του. Μαλάκωσε αμέσως. Άλλωστε, ένας μόνο ήξερε γι’αυτήν—ο μοναδικός του φίλος σ’όλη την εταιρία.
«Έλσα», απάντησε, «’Ελσα». «Είναι...είναι...» και η φωνή του έσβησε σε ένα χαμόγελο. Δε χρειαζόταν να πει τίποτε άλλο. ο ήχος του ονόματός της τον συνεπήρε για άλλη μια φορά—
«Εντάξει φίλε, κατάλαβα. Δεν αντέχεις άλλο αυτό το μέρος, ε; Θα κάνω νόημα στ’αφεντικό να τελειώνουμε, άλλωστε κι εμένα με περιμένουν στο σπίτι...»


Δυσκολεύτηκε λίγο να βάλει το κλειδί, το Καλιφορνέζικο κρασί είχε κάνει τη δουλειά του πολύ ευσυνείδητα. Προχώρησε μέχρι το σαλόνι, κι η θέα απ’τις μισάνοιχτες πόρτες του μπαλκονιού του έκοψε για μια φορά ακόμα την ανάσα. Από τον 26ο όροφο της πολυκατοικίας τα φώτα της πόλης ήταν μια θάλασσα κάτω από τα πόδια του. Σαν να ετοιμάζεσαι να πέσεις πάνω σ’ένα γαλαξία, σκέφτηκε—κι ύστερα θυμήθηκε πως οι ποιητικές παρομοιώσεις δεν ήταν και πολύ του χαρακτήρα του.
Η Έλσα θα είχε πέσει ήδη στο κρεββάτι. Η κρεββατοκάμαρα ήταν σκοτεινή, και του φαινόταν ήδη πως μπορούσε ν’ακούσει τη ρυθμική της ανάσα.
«Ο ύπνος μαζί σου είναι γιορτή», είχε πει κάποτε, σε κάποια άλλη. Χαμογέλασε. Όταν το είχε πει αυτό, δεν είχε ιδέα τι σημαίνει πραγματική γιορτή. Τώρα όμως ήξερε.
Από τα κλειστά στόρια της κρεββατοκάμαρας έμπαινε πολύ λίγο φως, και μόλις που μπορούσε να ξεδιακρίνει την κοιμισμένη φιγούρα. Πλησίασε προσεκτικά και χάιδεψε τα μαλλιά που ξεχύνονταν στα σκεπάσματα. Κοιμόταν στο πλάι, και το στήθος της ανεβοκατέβαινε αργά. Ξεντύθηκε στα γρήγορα, ξάπλωσε στην αριστερή μεριά του κρεββατιού, τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω του και της γύρισε την πλάτη χαμογελώντας. Ήξερε τι θα συνέβαινε. Η Έλσα μισοξύπνησε, έβγαλε ένα παραπονεμένο ήχο κι άπλωσε το χέρι της, ψάχνοντας. Μόλις τον ακούμπησε, άρχισε να κινείται προς το μέρος του και κόλλησε πάνω του. Το ζεστό της σώμα τον τύλιξε και μια γλυκιά αποχαύνωση τον συνεπήρε. Ένιωθε το σφιχτό της στήθος να κεντρίζει την πλάτη του, τους γοφούς της να εφαρμόζουν στους δικούς του και τις μακριές της γάμπες να είναι τυλιγμένες γύρω από τα πόδια του. Τα χείλη της ακουμπούσαν στο σβέρκο του και τα ένιωθε να κινούνται ελαφρά, σα να τον φιλούσε στον ύπνο της. Αποκοιμήθηκε πετώντας μακριά, πάνω σ’ένα ζεστό σύννεφο από σάρκα και καστανόξανθα μαλλιά.
Μερικές ώρες αργότερα, μισάνοιξε τα μάτια του. Από το παράθυρο έμπαινε λίγο αμυδρό γαλάζιο φως, σε λίγο θα ξημέρωνε. Δεν ήταν όμως αυτό που τον είχε ξυπνήσει. Το χέρι της Έλσας που μέχρι τότε αναπαύονταν στο στήθος του είχε αρχίσει να τον χαιδεύει κι ένιωθε τα χείλη της να προσπαθούν να φτάσουν το λαιμό του. Χαμογέλασε, και της χάιδεψε τον τέλειο γλουτό με την παλάμη του.
«Μμμ, έλα, αρκετά δεν κοιμήθηκες;» η φωνή της Έλσας, νυσταγμένη και γουργουριστή στο αυτί του. Το χέρι της συνέχισε να τον χαιδεύει και κατέβαινε συνεχώς χαμηλότερα. Γύρισε ανάσκελα, για να μπορεί να τη βλέπει. Έπιασε το πρόσωπό της στο χέρι του και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του.
«Έλσα...»
«Ναι...;»
«Δε θα με πείραζε και να μην κοιμόμουν καθόλου...»
Δεν του απάντησε. Αντί γι’αυτό, άρχισε να τον φιλάει στο στήθος, ενώ το χέρι της τον χάιδευε πάντα. Τα στήθη της, ελεύθερα, μόλις που ακουμπούσαν το πλευρό του, κι ένιωθε τις ορθωμένες θηλές να σαλεύουν πάνω του. Τον φιλούσε χαμηλότερα τώρα, κι όλο πιο χαμηλά, μέχρι που σταμάτησε, κι ένιωσε τη συγκλονιστική υγράδα του στόματός της να τον περιτυλίγει, τρυφερά και δυνατά ταυτόχρονα. Σήκωσε λίγο το κεφάλι του για να δει το δικό της να ανεβοκατεβαίνει πάνω από τη μέση του και μετά ξανάπεσε πίσω, σχεδόν μην αντέχοντας την ηδονή.
Ήρθε από πάνω του, κι ένιωσε να μπαίνει στη ζεστασιά του κόλπου της, Έριξε το κεφάλι της πίσω, όρθωσε τα στήθη της κι άρχισε να βογκάει ελαφρά.
«Έλσα...»
«Μμμννναι...πες μου...»
«Έχω χάσει το μυαλό μου με σένα...»
Έσκυψε και τον φίλησε με πάθος στο στόμα. Τα χέρια της τον χάιδευαν στο λαιμό, κι ένιωθε τα στήθη της στο δικό του. Η Έλσα ανασηκώ9ηκε κάπως, τα χέρια της τύλιξαν το λαιμό του και με τους αντίχειρές της του πίεσε ελαφρά το μήλο του Αδάμ.
«Μμμμ, που το ξέρεις οτι μ’αρέσει αυτό;»
«Μου το είπες προχθές το βράδυ, το ξέχασες;»
Ένιωσε λίγο τη μεθυστική αίσθηση του πνιγμού κι οι σφυγμοί του επιταχύνθηκαν ακόμα περισσότερο. Ο οργασμός πλησίαζε, το ένιωθε. Κι ο αέρας κοβόταν σιγά σιγά περισσότερο.
Ένιωσε μια μικρή φωτιά στα πνευμόνια του κι από την άκρη του μυαλού του φαινόταν ένα μαύρο σύννεφο. Έβλεπε τα μάτια της να τον κοιτάζουν σταθερά, μ’ ένα βλέμμα σχεδόν γυάλινο.
«Έλσα, μ’αρέσει, αλλά φτάνει...»
Δε σταματούσε. Συνέχισε να τον πιέζει. Προσπάθησε να ξεκολλήσει τα χέρια της από πάνω του, αλλά δεν τα κατάφερε.
«Έλσα, δεν...μπορώ...ν’ανασάνω...»
Ήταν στα όρια του πανικού. Το μαύρο σύννεφο είχε κατακλύσει το μυαλό του κι ένιωθε πως δεν μπορούσε να ελέγξει πια το σώμα του. Προσπάθησε με το χέρι του να φτάσει το γλουτό της αλλά δεν τα κατάφερε. Η σκοτοδίνη ήρθε, αδυσώπητη.
«Έλσα... Έλσ...»
Το κεφάλι του έπεσε στο πλάι και τα μάτια του κοίταξαν το κενό.


Το φως είχε δυναμώσει κάπως τώρα, και μικροσκοπικά σωματίδια σκόνης φαίνονταν να ταλαντεύονται στην ακτίδα που έμπαινε απ’το παράθυρο. Το δωμάτιο ήταν ήσυχο. Η Έλσα ήταν πάντα πάνω του, τα χέρια της στο λαιμό του, το βλέμμα της γυάλινο κι ακίνητο. Τα μάτια του είχαν ζωγραφισμένη την αγωνία της τελευταίας στιγμής. Το δεξί του χέρι ήταν ακόμα ακουμπισμένο στο γοφό της, μην έχοντας καταφέρει να φτάσει εκεί που προσπαθούσε.
Τρία εκατοστά πιο πέρα, μόλις που διακρινόταν πάνω στο δέρμα του τέλειου γλουτού, ένα μικροσκοπικό κουμπί. Με δύο λέξεις τυπωμένες δίπλα του.

“Emergency Stop”.

Labels: ,

Friday, February 11, 2005

'Οριο Κ-Τ

«Ο επόμενος, παρακαλώ...»
Η διπλανή μας ουρά προχώρησε ακόμα ένα βήμα και γύρισα να κοιτάξω εκνευρισμένος. Ο υπάλληλος στη δική μας πόρτα εισόδου είχε εξαφανιστεί και μας είχε αφήσει, εμένα, το Σκόλνι κι άλλους 15 επαγγελματίες διαστημο-τρακτοράδες σύξυλους με τα μπαγκάζια μας να τον περιμένουμε. Ο μακαρίτης ο Μέρφυ είχε πει οτι η άλλη ουρά προχωράει πάντα πιο γρήγορα και μέχρι τώρα δεν έχει αποτύχει ούτε μια φορά, ο βρωμιάρης. Το ολόγραμμα πάνω από την είσοδο άλλαζε εντυπωσιακά χρώματα και πληροφορούσε πως «Αναχώρηση σκάφους Edwin Aldrin 21:50. Είσοδος επαγγελματιών.» Κι από κάτω: «Παρακαλώ περιμένετε. Ευχαριστούμε για την κατανόηση». Τώρα μάλιστα. Ο Σκόλνι πίσω μου δεν έβγαζε μιλιά και φαινόταν να έχει καρφωθεί στην τεράστια ημισφαιρική οθόνη στο κέντρο της οροφής. Διαφημίσεις για κρουαζιέρες στο Χάροντα, οκταπλές λεπίδες ξυρίσματος κι από καιρό σε καιρό ο Πρόεδρος στο εβδομαδιαίο μύνημά του προς την Ανθρωπότητα των 4—πια—Αστρικών Συστημάτων για «Ειρήνη και Ασφάλεια στο Ηλιακό Σύστημα, με οποιοδήποτε μέσο και ίσως και με θυσίες». Περίμενα το συνηθισμένο χείμαρρο από βρισιές του Σκόλνι για τον Πρόεδρο, τους μπάτσους, τον υπάλληλο της πύλης, όλα. Τίποτα, ούτε λέξη. Σήκωσα τους ώμους και ξανακοίταξα τη διπλανή ουρά, των κανονικών επιβατών. Ένας ένας, άφηναν τις βαλίτσες τους πάνω σ’ένα ιμάντα που απλώς τις μετέφερε στην άλλη μεριά. Οι ίδιοι κάθονταν σε μια καρέκλα, αρκετά αναπαυτική, φτιαγμένη όμως έτσι ώστε να κρατάει το κεφάλι εντελώς ακίνητο. Μετά τους ζητούσαν να κλείσουν τα μάτια και να χαλαρώσουν κι η καρέκλα τους περνούσε μέσα από ένα μικρό μεταλλικό τούννελ. Οι χαρτογραφημένες συνάψεις του εγκεφάλου υπεύθυνες για την κοινωνική προσαρμοστικότητα, την επιθετικότητα και την αυτοσυντήρηση αποτυπώνονταν με μια στιγμιαία μαγνητική τομογραφία. Ακολουθούσαν μερικά τυποποιημένα ερεθίσματα και οι αντιδράσεις των εγκεφαλικών κέντρων καταγράφονταν σε βαθμονομημένες κλίμακες—όλα αυτά σε 5 δευτερόλεπτα. Ένας εκπαιδευμένος αστυνομικός—ψυχονόμους τους λένε, αν και κυκλοφορούν κι άλλα, ελάχιστα κολακευτικά ονόματα—τα κοίταζε στα γρήγορα κι έδινε έγκριση για επιβίβαση, ή όχι.
Έτσι γίνεται ο έλεγχος στα τέλη του 21ου αιώνα. Κάποτε έκαναν έλεγχο χειραποσκευών για τυχόν επικίνδυνα αντικείμενα που μπορούσαν να γίνουν όπλα. Από τότε που κατάλαβαν οτι κάποιος, αν θέλει, μπορεί να καταλάβει ένα σκάφος—οτιδήποτε, από το κρουαζιερόπλοιο Ρώμη-Τύνιδα μέχρι το διαστημολεωφορείο για τον Τιτάνα—χρησιμοποιώντας ένα σπασμένο μπράτσο από πολυθρόνα, εξετάζουν την επιθυμία σου για βία και τη θέλησή σου να πεθάνεις κατευθείαν μέσα στο κεφάλι σου. Κάποιος που είναι «ασφαλής και κοινωνικά προσαρμοσμένος» μπορεί αν θέλει να κουβαλάει ένα κανόνι λέιζερ μαζί του. Δεν ελέγχουν πια το όπλο: το χέρι ελέγχουν.

Η ουρά των επιβατών μεγάλωνε, και μερικοί είχαν αρχίσει ν΄ανυπομονούν. Αφηρημένος βρέθηκα να κοιτάζω τη μύτη ενός γυναικείου παπουτσιού που χτυπούσε ρυθμικά το πάτωμα. Ήταν μια γόβα μαύρη, δερμάτινη, που έδενε με λουράκι πάνω από το γυμνό κουντεπιέ. Μια γόβα του φλαμένκο; Ακολούθησα το πόδι προς τα πάνω: μια μονόχρωμη ολόσωμη φόρμα πάνω σ’ένα αδύνατο, γυμνασμένο σώμα, ένα ιατρικό σήμα στον ώμο κι ένα πολύ έντονο καστανό βλέμμα που ξαφνικά γύρισε και με κοίταξε ίσια στα μάτια. Τα’χασα, όπως μου συμβαίνει συνήθως, και κοίταξα ξανά το πάτωμα ψάχνοντας να βρω κάτι άλλο να εστιάσω, κατά προτίμηση μια βαλίτσα που συνήθως δεν ανταποδίδει τα βλέμματα.
«Τι γίνεται, στρατιώτη, ασχολούμαστε με τις διπλανές ουρές και μετά ψάχνουμε κάπου να κρυφτούμε; Χα!»
Η διαπεραστική και περιπαικτική φωνή του Σκόλνι μ’ έκανε να τιναχτώ. Γύρισα να τον αντικρύσω κι αμέσως κατάλαβα γιατί είχε κολλήσει το βλέμμα του στην οθόνη πριν για τόσην ώρα χωρίς να τον νοιάζει τι γίνεται τριγύρω. Ήταν χλωμός, τα μάτια του κόκκινα, θα’λεγες οτι είχε να κοιμηθεί τρεις μέρες, αν δεν υπήρχε κι ένα ηλίθιο χαμόγελο χωρίς λόγο καρφωμένο στη φάτσα του. Ήταν καπνισμένος πέτρα, ως εκεί που δεν παίρνει άλλο.
«Ρε Σκόλνι, αρχίσαμε πάλι; Μήνες έχω να σε δω έτσι!»
«Ημιανάπαυση, φαντάρε! Κρίνεις τον ανώτερο; Ο ανώτερός σου φεύγει από την κωλο-Γη και τους εγκεφαλο-ελέγχους της και γιορτάζει!»
«Καλά, και το πράμα που το βρήκες; Τον κολλητό σου απ’το Άμστερνταμ τον τσάκωσαν πριν 3 μήνες. Και πότε πρόλαβες και το΄κανες, στην τουαλέττα που είχες χαθεί μισή ώρα πριν; Πως στο διάβολο δεν έβαλες μπροστά τους ανιχνευτές καπνού να μας πετάξουν έξω;»
«Ο αρχιλοχίας έχει στοκ, ρε! Κι όσο για τους ανιχνευτές, ο παλιός τους τρέχει γύρω γύρω!»
«Και τώρα, λίγο πριν φύγουμε; Χθες δεν μπορούσες; Ή από απόψε;»
«Ήθελα να’μαι σε καλό κέφι απ΄την αρχή, αλλιώς θα κόψω φλέβες μέχρι να ξεκολλήσουμε από δω και ν’αλλάξει η θέα. Και χθες δε γινόταν.» Έκανε μια κίνηση με το κεφάλι προς τα κάτω κι είπε μια λέξη μόνο. «Τράκτορας.»
Δε χρειαζόταν να το πει, έπρεπε να το είχα σκεφτεί μόνος μου. Ο τράκτορας του Σκόλνι είναι 150 μέτρα μήκος και ζυγίζει δυό χιλιάδες τόννους μαζί με όλα του τα καύσιμα—στη Γη, φυσικά. Εδώ στην τροχιά του Άρη που είμαστε έχει απλώς την αδράνεια όλης αυτής της μάζας-και μιλάμε για αδράνεια, πιστέψτε με που σας λέω. Δεν τον χειρίζεται κανείς αν δεν είναι απόλυτα συγκεντρωμένος. Το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης μέρας ήταν αφιερωμένο στην προσέγγιση και το δέσιμο των τεράστιων ρυμουλκών μας πάνω στο «Edwin Aldrin». Ένας ένας τράκτορας πλεύριζε το σκάφος και τον κατεύθυναν προς τη θέση που θα έδενε και θα ασφάλιζε και που θα έμενε για τους επόμενους 3 μήνες, όσο θα διαρκούσε το ταξίδι για το 48 UMa. Οι μανούβρες για το δέσιμο πάνω στο σκάφος δεν είναι απλή υπόθεση και κοστίζουν πολύ σε καύσιμο. Εκτός του οτι πρέπει να συγχρονιστούν οι περιστροφές, ο τράκτορας πρέπει να έρθει ακριβώς παράλληλα στον άξονα του σκάφους για να θηλυκώσει στους τεράστιους πύρρους που τον συγκρατούν. Ένας έμπειρος πιλότος χρειάζεται, εκτός από την πυροδότηση ανάσχεσης, έξι ως εφτά διορθωτικές μανούβρες για την ευθυγράμμιση. Ο Σκόλνι το έκανε με δύο. Παλιώνει σαν το κρασί, το καθίκι.

Ένα μουρμουρητό ακούστηκε κάποια στιγμή και γύρισα ξανά μπροστά. Ο υπάλληλος ελέγχου της πύλης είχε γυρίσει και το ολόγραμμα τώρα έλεγε «Έλεγχος και επιβίβαση συνεχίζονται κανονικά» και το στάνταρντ επιμύθιο, «Ευχαριστούμε για την κατανόηση». Οι τρακτοράδες απ’αυτό το τελευταίο δεν έχουν και πάρα πολύ. Δε φτάνει που τους έβαζαν να περάσουν από εγκεφαλο-έλεγχο και να επιβιβαστούν σαν τον τελευταίο τουρίστα ή μετανάστη, τους κρατούσαν και στην αναμονή. Ο ψυχονόμος, που ήταν εκεί όλη αυτή την ώρα, εισέπραξε αρκετά βλέμματα μίσους να του φτάσουν για κάμποσες βδομάδες και κάποιος κόντεψε να του σπάσει το χέρι όταν πήγε να του διορθώσει τη στάση του στην καρέκλα.
Εγώ πέρασα προτελευταίος, κι ο Σκόλνι πίσω μου. Άφησε να τον καθίσουν στην καρέκλα απαθής, με τα χαρακτηριστικά του ελαφρά τραβηγμένα και το μισοηλίθιο χαμόγελο του χόρτου, χωρίς τα συνηθισμένα του σχόλια για τη σχέση του ψυχονόμου με το ζωικό βασίλειο και για τα λάθη του Δαρβίνου. Απορούσα τι θα δείξει ο χάρτης εγκεφάλου, στην κατάσταση που ήταν. Ο αστυνομικός πήρε το τυπωμένο χαρτί στα χέρια του, το κοίταξε λίγο, το τσαλάκωσε και το πέταξε περιφρονητικά. Γύρισε σε μένα.
«Ο εγκέφαλος του κολλητού σου έχει τόση δραστηριότητα όση κι ένα συκώτι ψόφιας κατσίκας. Όταν συνέλθει, πες του πως του κάνω χάρη που δεν ψάχνω τα μπαγκάζια του' το χόρτο είναι παράνομο στα διαστρικά ταξίδια, να ξέρετε.»
«Ευχαριστώ, αξιωματικέ, θα φροντίσω να το μάθει η μητέρα του και να του απαγορέψει το επιδόρπιο αύριο.»
«Κάνουμε χιούμορ, αγόρι; Με τις παρέες που κάνεις θα σου κοπεί γρήγορα. Νταλικέρηδες του κερατά...»
Τον παράτησα και προχώρησα στο διάδρομο να βρω το Σκόλνι. Είχα αρχίσει πραγματικά ν’ανησυχώ έτσι που δεν αντιδρούσε καθόλου. Τον είδα να με περιμένει, κοιτώντας με σιχαμάρα τον ψυχονόμο.
«Κοπρόμπατσοι,» είπε. «Κοπρόμπατσοι.»
Ηρέμησα.

* * *

Το Σκόλνι τον γνώρισα στο στρατό, πάνε σχεδόν 5 χρόνια τώρα, ίσως παραπάνω. Ο πόλεμος—οι ταραχές, όπως τον έλεγαν επίσημα—στους Αστεροειδείς είχε σταματήσει μόλις πριν λίγο καιρό και είχαμε ακόμα υποχρεωτική θητεία ένα χρόνο. Στην πραγματικότητα οι ταραχές δεν είχαν σταματήσει ποτέ, αλλά εμείς δεν το ξέραμε τότε. Είχα τρέξει να καταταχτώ με το βλέμμα ν’ αστράφτει και το στήθος φουσκωμένο από ενθουσιασμό' στο μυαλό μου ήταν ήδη γεμάτο μετάλλια εξαιρετικής συμπεριφοράς κι ανδραγαθημάτων:
«Στρατιώτη Χουάν Μορένο, η πατρίδα σου απονέμει την πορφυρή καρδιά ως ελάχιστη αναγνώριση...»

«Φαντάρε, τσακίσου να ελέγξεις τα εφεδρικά κυκλώματα στα γυροσκόπια, πέρνα από την αποθήκη να δεις πόσες μπαταρίες για διόπτρες έχουμε στην καβάτζα και μετά βάλε σκούπα εδώ μέσα!» ήταν στην πραγματικότητα η πιο αβρή φράση που άκουσα ποτέ στο στρατό. Ήταν ο Σκόλνι, αρχιλοχίας τότε στο Σώμα Μεταφορών, ο πρώτος αξιωματικός που με είχε στις διαταγές του κι ο μόνος που θα ήθελα να θυμάμαι από όλους τους καραβανάδες που πέρασα. Χαμογελαστός, μ’ ένα κοφτό, κυνικό χιούμορ τη μια στιγμή' υστερικός, με βλέμμα να γυαλίζει και ουρλιάζοντας διαταγές και βρισιές ταυτόχρονα, την άλλη. Ο πιο κυκλοθυμικός άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου. Υπαξιωματικός καρριέρας που όμως μισούσε το στρατό μ’ όλο του το είναι, όσο μπορεί να μισήσει κάποιος κάτι. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς ακριβώς βρέθηκε με στολή, ίσως ούτε κι αυτός. Το μόνο που περίμενε ήταν να τελειώσουν τα εννιά χρόνια της υποχρεωτικής του παραμονής και μετά να τα βροντήξει και να φύγει. Εντωμεταξύ όμως, οι άλλοι καλά θα έκαναν να μη μπαίνουν στο δρόμο του. Στη μικρή Σεληνιακή βάση εξόρυξης που τον είχαν στείλει, μετά από ποιός ξέρει τι πειθαρχικό παράπτωμα, οι φωνές του αντηχούσαν καθημερινά στα μεταλλικά συμπιεσμένα τολ. Πιανόταν στα χέρια με κάποιον τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Εγώ δε γλύτωνα από τα ξεσπάσματά του, αλλά έδειξε να με συμπαθεί απ’ την αρχή. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, ίσως επειδή παρόλο που ήμουν ένα σπουδασμένο μεσοαστόπαιδο έπαιρνα πολύ σοβαρά την κάθε παραμικρή δουλειά του φαντάρου. Ίσως πάλι επειδή μοιραζόμασταν ένα πράγμα: Το πάθος για τα τεράστια ρυμουλκά εξόρυξης. Οι τράκτορες αποτελούσαν την κύρια ασχολία της βάσης, μια και εκείνη την εποχή το επαναστατικό, πανίσχυρο σύστημα προώθησής τους ήταν ακόμα απόρρητο κι ο χειρισμός και η συντήρησή τους ήταν προνόμιο—ή καταδίκη, για μερικούς—του στρατού. Κάθε αξιωματικός της βάσης, από το διοικητή μέχρι το λοχία-επόπτη υγιεινής είχε δίπλωμα χειριστή κι έκανε βάρδια εξόρυξης από μία ως πέντε φορές το μήνα ανάλογα με το βαθμό ή με τις ποινές του. Οι επαγγελματίες μιναδόροι της βάσης ανατίναζαν από πριν τα κατάλληλα σημεία κάτω από το τεράστιο κομμάτι βράχου, καμμιά φορά μέχρι και 200 μέτρα στη μία του πλευρά, που έπρεπε να βγει από τα σωθικά του Φεγγαριού. Η δουλειά των αξιωματικών ήταν η αγκίστρωση, η αποκόλληση και η πλοήγηση—οι πιο απαιτητικές δουλειές, δηλαδή. Για όλους ήταν αγγαρεία, βαριά δουλειά που ήθελε τεράστια προσοχή, όχι όμως για το Σκόλνι. Νομίζω πως μερικές φορές επιδίωκε να τον τιμωρούν για να κάνει εξόρυξη. Είχε φυσικό ταλέντο, κι ήταν απόλαυση να τον βλέπεις. Έφερνε τον τράκτορα με μια και μόνο γκαζιά στην ακριβή θέση πάνω από το βράχο. Αφού αγκίστρωνε, με τρεις το πολύ πυροδοτήσεις τον είχε ήδη ξεκολλήσει και τον τραβούσε πίσω του στο διάστημα, προς τα εργοστάσια διάσπασης της Σκοτεινής Πλευράς όπου θα έβγαζαν από μέσα του ό,τι πολύτιμο είχε: πάγο και ίχνη μετάλλων. Από μακρυά φαινόταν σα μια πυγολαμπίδα που τραβάει πίσω της ένα τσιμεντένιο πλίνθο—σ’αυτή την αναλογία μεγεθών.
Κάθε φορά που γύριζε από εξόρυξη ήταν ευτυχισμένος για μια-δυο μέρες—τον μεθούσε ίσως η αίσθηση της απίστευτης δύναμης που έχει κάποιος στα χειριστήρια ενός τράκτορα. Αισθάνεσαι οτι μπορείς να κινήσεις ένα κόσμο ολόκληρο, ένας Αρχιμήδης που του έδωσαν κάπου να σταθεί. Η ξεροκεφαλιά όμως του Σκόλνι και το μίσος του για την τυπολατρεία των κανόνων δεν τον άφησαν να χαρεί πολύ την ευτυχία του. Μια μέρα ο διοικητής—που του την είχε στημένη ούτως ή άλλως—τον είδε να πιλοτάρει τον τράκτορα χωρίς να φοράει το κράνος που υπαγόρευε ρητά ο κανονισμός. Του έδωσε είκοσι μέρες στέρηση εξόδου και πέντε μέρες μείον στο μισθό. Την επόμενη μέρα ο Σκόλνι πήγε για εξόρυξη φορώντας ένα πορτοκαλί κράνος του μπέιζ-μπωλ: δεν έμαθα ποτέ που το βρήκε, ο αθεόφοβος. Τη μεθεπόμενη τον έδιωξαν από τη μονάδα και τον έστειλαν εκπαιδευτή σε ένα στρατόπεδο νεοσυλλέκτων με λερωμένο ποινικό μητρώο. Δυο βδομάδες μετά, ζήτησα κι εγώ μετάθεση. Οι μέρες χωρίς τα ουρλιαχτά του Σκόλνι ήταν απίστευτα βαρετές και την υπόλοιπη θητεία μου δεν αξίζει τον κόπο να τη θυμάμαι.

Πέντε χρόνια αργότερα, και μετά από αρκετά αποτυχημένα πειράματα με διάφορες δουλειές, σπουδές, πόλεις και έρωτες, αποφάσισα να ξαναγυρίσω στο παλιό μου πάθος κι απόκτησα δίπλωμα χειριστή τράκτορα. Η τεχνολογία προώθησής τους δεν ήταν πιά απόρρητη, εταιρείες από πολίτες άρχισαν να ξεπηδούν από παντού κι οι προοπτικές φαίνονταν καλές. Με τα καινούρια διαστρικά πλοία που μπορούσαν πια να μεταφέρουν τεράστια φορτία στις 3 Γαλαξιακές αποικίες της Γης μέσα σε μερικούς μήνες, οι δουλειές για τους διαστημικούς φορτηγατζήδες θα άνοιγαν πια προς τα άστρα, πέρα απ’ τη Σελήνη και τους Αστεροειδείς που ήταν περιορισμένες μέχρι τότε. Απάντησα στην πρώτη αγγελία που βρήκα να ζητάνε χειριστές, και μου ήρθε απάντηση μετά από δύο μέρες: «Φαντάρε, τι σε κάνει να νομίζεις οτι μπορείς να χειριστείς έναν τράκτορα;» Δεν είχε καν υπογράψει' πήγα και τον βρήκα με το επόμενο πλοίο κι από τότε δουλεύω γι’ αυτόν. Ήταν ο Σκόλνι που ήξερα, αλλά πάλι όχι ακριβώς ο ίδιος. Τουλάχιστον μια φορά τη μέρα έπεφτε σε μια συλλογισμένη σιωπή, στύλωνε το βλέμμα στα χειριστήρια και τα έσφιγγε μέχρι ν’ ασπρίσουν οι κλειδώσεις του. Μετά από λίγο συνερχόταν, αλλά ποτέ δε μου είπε τι ακριβώς τον βασάνιζε. Άκουσα μόνο από κάτι συναδέλφους για μια ερωτική ιστορία με πολύ άσχημο τέλος, σε μια «ειρηνευτική αποστολή», βλέπε αποστολή εκκαθάρισης, που τον είχαν στείλει λίγο πριν παραιτηθεί από το στρατό. Οι αποστολές αυτού του είδους ήταν πολύ συνηθισμένες. Με το πρόσχημα του «κινδύνου επανέναρξης των ταραχών» οι στρατηγοί είχαν πια εξουσίες χωρίς προηγούμενο και γέμιζαν τις φυλακές ή και τα νεκροταφεία, καμμιά φορά, χωρίς να το σκέφτονται καθόλου: στο στρατό κατατάσσονταν πια μόνο επαγγελματίες σπιούνοι, σαδιστές ή ηλίθιοι. Θα περίμενε κανείς οτι ο κόσμος θα αντιδρούσε, αλλά στην πραγματικότητα πολύ λίγοι ήξεραν τι ακριβώς γινόταν και τα μέσα ενημέρωσης φιλτράρονταν προσεκτικά. Το ενδιαφέρον όλων είχε στραφεί στις εξερευνήσεις στο Γαλαξία που αυξάνονταν συνεχώς και το φώς των άστρων στην άκρη του τούννελ έκανε αρκετό κόσμο αισιόδοξο. Τα νέα ήταν συνεχώς γεμάτα με τις τελευταίες ανακαλύψεις κι έτσι κάποια στιγμή ανακοινώθηκε οτι στο πλανητικό σύστημα του 48 Ursae Majoris, το τελευταίο που είχε αποικιστεί, είχαν βρεί αστεροειδείς με καθαρό σίδηρο και τιτάνιο και η αποικία είχε ανάγκη ρυμουλκά και χειριστές για την εξόρυξη. Η μάλλον για τη μεταφορά, γιατί τώρα πια υπήρχαν τράκτορες που μπορούσαν να κουβαλήσουν ολόκληρους μικρούς αστεροειδείς—δεν χρειάζονταν πια να τους σπάνε και να τους σκάβουν. Το βλέμμα του Σκόλνι φωτίστηκε μόλις έμαθε οτι μπορούσε να φύγει από τη βρωμογειτονιά, όπως αποκαλούσε το Ηλιακό Σύστημα. Έτσι βρεθήκαμε πάνω στο «Edwin Aldrin», έτοιμοι ν’ αφήσουμε τη Γη 35 έτη φωτός πίσω μας.

* * *

«Αγαπητοί επιβάτες, σας υπενθυμίζουμε οτι το σκάφος Edwin Aldrin θα περάσει σε υπερ-προώθηση και θα βγεί από τον κώνο αιτιότητας της Γης σε 4 ώρες από αυτή τη στιγμή. Από εκεί και στο εξής οποιαδήποτε επικοινωνία με τη Γη ή με τις βάσεις στο Ηλιακό Σύστημα θα είναι αδύνατη, λόγω του θερμού πλάσματος μέσα στο οποίο θα βρίσκεται το σκάφος.»
Μ’άρεσε αυτό με τον κώνο αιτιότητας, μάλλον το λένε για να κάνουν τον κόσμο να νιώσει ηλίθιος σε σχέση με τη μορφωμένη κι εξευγενισμένη κάστα των αξιωματικών του Διαστημικού Ναυτικού. Ένα μάτσο πουλημένοι ασπρογιακάδες, θα’λεγα εγώ, που θα κατέδιδαν τη μάνα τους ως «κοινωνικά απροσάρμοστη, φανατική και υποψήφια τρομοκράτισσα» μέσα σε 5 δευτερόλεπτα αν τους υπόσχονταν μια θέση πλωτάρχη κάπου. Τους έβλεπα και τώρα, κάθονταν μερικά τραπέζια πιο πέρα, με τα ξυρισμένα και ροδαλά τους πρόσωπα και τα απαλά τους χεράκια, να τρώνε με το στόμα κλειστό και να κοιτάνε γύρω τους αν καμμιά γκόμενα έχει λιποθυμήσει από τη γοητεία τους. Στο δικό μας τραπέζι, των «επαγγελματιών», ο πιο αξιοπρεπής έχει περασμένο ένα χαλκά στη μύτη κι έχει τατουάζ ένα φίδι στον κρόταφο. Απορώ πως δε μας κλείνουν σε κανένα αμπάρι να μας πετάνε ξεροκόμματα και νερό με τον κουβά από το παράθυρο. Μας χρειάζονται όμως: τα ρυμουλκά μας έχουν όλα μαζί εκτόπισμα κοντά στο ένα τρίτο του ίδιου του γυαλισμένου σκάφους τους κι αποτελούν ίσως το πιο σημαντικό του φορτίο. Οι αποικίες τα χρειάζονται τα μέταλλα πιο πολύ κι απ’το νερό κι εμείς είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να τους κουβαλήσουμε τους βράχους που τα περιέχουν. Αφήστε που σε συμβατική ισχύ, ένας τράκτορας μπορεί να πιάσει το χαιδεμένο τους το Edwin Aldrin και να το παίξει σαν κουδουνίστρα. Αλλά δε μας αφήνουν να έχουμε υπερπροώθηση, κι έτσι τους έχουμε ανάγκη τους μπούληδες του Ναυτικού.
Το βλέμμα μου πηδούσε από τραπέζι σε τραπέζι, ξέροντας καλά τι έψαχνε αλλά μη τολμώντας να μου το ομολογήσει, ενώ η μονότονη θηλυκή κομπιουτεροφωνή επαναλάμβανε το μήνυμα για τη διακοπή της επικοινωνίας στις υπόλοιπες μεγάλες γλώσσες: Ισπανικά, Ρώσικα και Κινέζικα. Μέχρι πριν μερικά χρόνια το έλεγαν και στα Αραβικά' μετά τον πόλεμο στους Αστεροειδείς δεν υπήρχε πια λόγος. Όσοι είχαν απομείνει από τη ράτσα του προφήτη είχαν καταχωνιάσει τη γλώσσα τους σε μια μικρή γωνία του μυαλού τους και μετά τη μικρή αυτή γωνία την έκλεισαν στο σκοτάδι και της απαγόρεψαν να ξαναβγεί. Βρήκα τελικά αυτό που έψαχνα με τα μάτια, έχωσα κι εγώ τις αναμνήσεις του πολέμου σε μια σκοτεινή γωνιά και κόλλησα για λίγο ξανά πάνω στο ιατρικό σήμα και στον ώμο που το φορούσε. Καθόταν κι έτρωγε μόνη της, κι αυτή τη φορά ευτυχώς ήταν στραμμένη προς την άλλη μεριά. Άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν μέσα στους επόμενους 3 μήνες θα έβρισκα το θάρρος να της μιλήσω, όταν μ’ έκοψε μια φωνή απ’ το τραπέζι μας.
«Ρε Σκόλνι τι έχει ο πιτσιρίκος, ερωτευμένος είναι; Χουάν, κλείσε το στόμα σου αγόρι μου, θα μας δουν οι κύριοι Ναύαρχοι από δίπλα και θα μας περάσουν για θαυμαστές τους!
Δεν απάντησα, αλλά ξαναγύρισα στο πιάτο μου.
«Και μην κοκκινίζεις, ντρέπεσαι κανέναν; Νταλικέρης είσαι, ρε! Πάρε τ’ απάνω σου, το καταλαβαίνεις οτι φεύγουμε από τη σφηκοφωλιά και τη σαπίλα; Ακόμα δε φτάσαμε στο Δία κι ο αέρας μυρίζει ήδη καλύτερα, να παρ’ ο διάολος!»
«Εννοείς οτι δε βρωμάνε πια τα πτώματα από τις εκκαθαρίσεις του λατρευτού μας Προέδρου και των Στρατηγών που μας προστατεύουν;» είπε ένας άλλος γυμνώνοντας τα δόντια του με απύθμενο μίσος, αλλά χαμηλόφωνα παρ’ όλα αυτά—ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Ένας τρίτος του έκανε νόημα να μιλάει ακόμα πιο σιγά και γρύλισε «Ήμουνα στους Αστεροειδείς, στη Ζώνη 5 πριν δυο βδομάδες και δύο καταδρομικά πέρασαν στα 500 χιλιόμετρα. Είχαν καλυμμένο το σήμα τους με παράσιτα, και τα ραντάρ σβηστά, αλλά χρησιμοποιούν σχεδόν πάντα τα ίδια παράσιτα, οι ηλίθιοι καραβανάδες και τους καταλαβαίνει κανείς στο λεπτό. Μετά από 3 μέρες άκουσα οτι σκοτώθηκαν καμμιά πενηνταριά άτομα σε εκκαθάριση στη Γκάσπρα, τους βομβάρδισαν λέει γιατί έκρυβαν τρομοκράτες. Γυναίκες και παιδιά, μάλλον Άραβες και Ινδοί.» Την τελευταία αυτή φράση την ξεροκατάπιε μάλλον παρά την είπε, και κοίταξε το Σκόλνι που κόντευε να τρυπήσει το πιάτο με το πηρούνι του. Έκανε νόημα με το χέρι στον αέρα ν’ αλλάξουν συζήτηση.
«Τι γύρευες ρε στη Ζώνη 5; Για την ιστορία που έλεγες; Μύρισες βράχους με ιρίδιο κι έτρεξες να δείς;»
Η τελευταία αυτή φράση πυροδότησε διάφορα διόλου ευγενικά σχόλια από τους συνδαιτημόνες κι ο ανακρινόμενος πείστηκε να πει όσα ήξερε για την «ιστορία» μια και ούτως ή άλλως όλοι φεύγαμε από το Ηλιακό Σύστημα της Γης και δεν μπορούσε κανένας να φάει τη δουλειά από τον άλλο. Η φράση «βράχος με ... » και βάλτε οποιοδήποτε μέταλλο θέλετε, είναι μαγική και σημαίνει για μας επιβίωση.
«...στη Ζώνη 5, τη μόνη που δε γίνεται χαμός από το συνωστισμό, κάποιος βρήκε ένα τσούρμο βράχους, μεγαλούτσικους, από μισό μέχρι 3 χιλιόμετρα, που δεν υπήρχανε στους χάρτες. Μόνο που ήτανε λίγο παράξενοι βράχοι, γιατί κόντεψε να πέσει πάνω στον πρώτο πριν τον δει. Το ραντάρ του το είχε ανοιχτό, και άρχισε να κουδουνίζει όταν ήταν στα 10 χιλιόμετρα από την καταραμένη την πέτρα, πιο πριν δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα! Κανονικά στα 3.000 χιλιόμετρα μακρυά έπρεπε να τον είχε δει. Δεν ξέρω τι στο διάολο πέτρωμα είναι αυτό στην επιφάνεια, αλλά καταπίνει τα ραδιοκύματα σα βελούδο—ένας μαύρος κι αόρατος βράχος, πανάθεμά με! Ο τύπος έκοψε τελείως ταχύτητα κι έπαιξε λίγο τυφλόμυγα στην περιοχή, βρήκε ακόμα καμμιά δεκαριά τέτοιους, και πήρε από κοντά και μερικά φασματάκια: οι βρώμες λένε οτι οι πέτρες είναι γεμάτες ιρίδιο! Φυσικά δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα ούτε συντεταγμένες ούτε τίποτα—αυτός που τα βρήκε δεν είναι υποχρεωμένος να τα δώσει κι ούτε καν ξέρουμε ποιός είναι, κι έτσι πήγα κι εγώ να ψάξω στα τυφλά. Αυτά ξέρω. Αν είχα βρει τίποτα, δε θα’ μουν εδώ. Μήπως ο αντιστράτηγος εκεί κάτω ξέρει τίποτα περισσότερο;»
Ο Σκόλνι αγνόησε το συνηθισμένο κρύο αστείο για το στρατιωτικό του παρελθόν και σήκωσε τους ώμους. Κάτι μουρμούρισε οτι μπορεί, ίσως, να είχε ακούσει κάτι σχετικό, αλλά τίποτα παραπάνω. Μου φάνηκε περίεργο το ύφος του, κι επίσης το οτι δε μου είχε πει τίποτα. Οι άλλοι όμως ήταν συνηθισμένοι στην κρυψίνοια και τη σκυθρωπότητά του και δεν έδωσαν συνέχεια. Το δείπνο τελείωσε με τα συνηθισμένα αστεία και φανταστικές ιστορίες των τρακτοράδων' είχαμε τρεις μήνες ταξίδι στη διάθεσή μας για να τα πούμε τόσες πολλές φορές που να τα μάθουμε απέξω και να βαρεθούμε ο ένας τον άλλο.
Καθώς οι ώρες περνούσαν και πλησίαζε η στιγμή της εισόδου σε υπερπροώθηση το πλοίο ησύχαζε κι οι επιβάτες κλείνονταν ένας ένας στις καμπίνες και στον εαυτό τους. Όσο γερόλυκος του διαστήματος και να παριστάνεις οτι είσαι, ένα ταξίδι μερικών μηνών μέσα στην απόλυτη σιωπή και το σκοτάδι της υπερπροώθησης που σε παίρνει για πρώτη φορά τόσο μακρυά από τη Γη δεν είναι μικρό πράγμα. Καθώς το πλοίο μπαίνει μέσα στην τεχνητή χωρική ανωμαλία που δημιουργεί, κι απ΄την οποία θα βγεί μόνο στο καθορισμένο μέρος και στον καθορισμένο χρόνο, τα άστρα εξαφανίζονται γύρω σου κι ο χώρος κι ο χρόνος χάνουν σχεδόν το νόημά τους. Είναι σαν ένα ατέλειωτο ταξίδι μέσα σ’ ένα μαύρο σωλήνα και χρειάζονται γερά νεύρα για να νικήσεις την κλειστοφοβία. Ακόμα και η σκέψη του προορισμού δεν κάνει τα πράγματα πολύ καλύτερα' οι γαλαξιακές αποικίες, με 30 χρόνια μόνο ιστορία πίσω τους δεν είναι καμμιά Μαγιόρκα, αυτό το ξέρουν όλοι. Η λέξη ξεκούραση είναι άγνωστη, δεν είναι εύκολο να στήσεις ένα κόσμο απ’ την αρχή, ακόμα κι αν έχεις βρει μια μπάλα με θάλασσες από πραγματικό νερό και χώμα από άνθρακα και πυρίτιο. Σκέφτηκα τα μέταλλα και μου ήρθε στο νου το ιρίδιο απ’ την κουβέντα στο τραπέζι. Κοίταξα ένα γύρο στο σαλόνι μήπως δω το Σκόλνι κάπου να τον ρωτήσω αν τελικά ήξερε τίποτα παραπάνω. Δεν ήταν εκεί, το μικρό σύννεφο φασαρίας και ανησυχίας που τον περιτριγύριζε έλειπε απ’ το χώρο. Ξεκίνησα να κατεβαίνω προς τα κάτω, προς τις καμπίνες μας για να τον βρω—ήθελα με κάποιον να μιλήσω, για οτιδήποτε. Ντρεπόμουν να το ομολογήσω, αλλά το πέρασμα σε λίγο έξω από την τροχιά του Δία θα με έφερνε κι εμένα πιο μακρυά από όσο είχα πάει ποτέ κι αισθανόμουν οτι κάποιος μ΄έσπρωχνε να πέσω πέρα από την άκρη του κόσμου. Καθώς κατέβαινα τις σκάλες, ο μεταλλικός ήχος που έβγαζαν αντηχούσε στους άδειους διαδρόμους και μου έσφιγγε το σωθικά με ένα αόριστο φόβο. Δεν ήταν όμως η κλειστοφοβία του σκοτεινού ταξιδιού που άρχιζε' βαθιά στις αναμνήσεις μου έμοιαζε με το φόβο ενός μικρού παιδιού που ξυπνάει και βρίσκει το σπίτι του άδειο. Έφτασα στο διάδρομο και πλησίασα την πόρτα της καμπίνας, τρέμοντας σχεδόν. Για κάποιο λόγο μου είχε έρθει η ιδέα οτι ο Σκόλνι δεν ήταν πια εκεί, οτι ήμουν μόνος, μόνος. Χτύπησα κι άνοιξα. Η καμπίνα ήταν άδεια. Όλα ήταν τακτοποιημένα και στη θέση τους, το κρεββάτι στρωμένο και πάνω στο γραφείο κάτω απ’ το φινιστρίνι ένα πακέτο σημειώσεις κι ένα μικρό τσιπ δεδομένων. Άφησα την ανάσα μου να βγει και πάτησα τον αριθμό του στο τηλέφωνο στη ζώνη μου—δεν απάντησε. Συνδέθηκα με τον υπολογιστή του σκάφους που παρακολουθούσε συνεχώς όλους τους κοινόχρηστους χώρους: δεν ήταν πουθενά. Σήκωσα τους ώμους, μήπως και καθησυχάσω τον εαυτό μου και κάθισα στην καρέκλα του γραφείου. Κάπου θα είχε πάει να βάλει καμμιά φασαρία, σίγουρα, και θα ερχόταν σε λίγο να με κοροιδέψει για τους φόβους μου και να με ρωτήσει αν θέλω μήπως να γυρίσω πίσω στη μάνα μου, όπως μου το ρωτούσε από την πρώτη μέρα, γιατί το διάστημα θέλει κότσια, στρατιωτάκο. Μην έχοντας τι άλλο να κάνω, κοίταξα αφηρημένος τις σημειώσεις πάνω στο γραφείο. Ένας πίνακας ήταν στην πάνω μεριά, πίνακας σύστασης:
Επιφάνεια: Άνθρακας και ίχνη τιτανίου...albedo 0.003...απορρόφηση ραντάρ 98%...Εσωτερικό: 45% πυρίτιο...23% άνθρακας...20% ιρίδιο...λοιπά 12%. Συντεταγμένες:...
Σταμάτησα να διαβάζω και κάτι μέσα στο στομάχι μου είχε αρχίσει ν’ ανοίγει μια μικρή τρύπα. Η περιγραφή μιας μεγάλης μαύρης πέτρας, σχεδόν αόρατης και γεμάτης ιρίδιο. Δεν μπορούσε να είναι παρά ένα μόνο πράγμα' τις συντεταγμένες όμως που τις είχε βρει;
Ξαναδοκίμασα όλα τα νούμερα στο τηλέφωνό μου, αλλά δεν απάντησε σε κανένα. Στο τέλος δοκίμασα και το θάλαμο χειρισμού του τράκτορα. Χτύπησε δύο φορές και το σήκωσε την τρίτη.
«Άργησες, φαντάρε. Είσαι στην καμπίνα μου, ελπίζω...»
«Σκόλνι τι κάνεις εκεί κάτω; Σε μισή ώρα περνάμε σε υπερπροώθηση, φύγε από κει!»
«Περνάτε σε υπερπροώθηση, θέλεις να πεις. Βρήκες τις σημειώσεις;»
Η τρύπα στο στομάχι μου είχε ανοίξει πλέον διάπλατη.
«Τι θες να πεις περνάτε; Είσαι με τα καλά σου, έλα πάνω!»
«Βούλωστο κι απάντησέ μου. Βρήκες τις σημειώσεις; Κράτα τις καλά και κουβέντα σε κανένα, είναι μόνο για σένα, αν ποτέ αποφασίσεις να ξαναγυρίσεις στη βρωμογειτονιά. Κατάλαβες; Μόνο εσύ τις έχεις, κανείς άλλος, μπορείς να βγάλεις πολλά λεφτά απ’αυτές. Εγώ...ξέχασα κάτι πίσω. Θα γυρίσω να το πάρω. Ξέχασα τη βρύση ανοιχτή, ναι, αυτό είναι.»
Άκουσα τους ήχους από τη διαδικασία απαγκίστρωσης.
«Άστα αυτά ρε Σκόλνι, λέγε τι πας να κάνεις; Θα κάνεις κάτι με τις πέτρες με το ιρίδιο, έτσι; Θα πας να τις πουλήσεις μόνος;»
«Μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό σου, φτωχέ στρατιωτάκο; Για μέχρι εκεί μόνο με έχεις ικανό;» Η φωνή του είχε ανέβει στα ύψη και με ξεκούφαινε, μα δεν ήταν το συνηθισμένο του ντελίριο. Είχε ένα θρίαμβο μέσα της, ένα θρίαμβο που τον φούσκωνε και τον έπνιγε.
«Αγαπητοί επιβάτες, σας ενημερώνουμε οτι από τώρα και στο εξής οποιαδήποτε επικοινωνία με το Ηλιακό Σύστημα της Γης είναι αδύνατη. Θα περάσουμε σε υπερπροώθηση σε 15 ακριβώς λεπτά. Ευχαριστούμε.»
Μετά το μύνημα, ακούστηκε ξαφνικά εντελώς ήρεμος. «Αν θέλεις να μάθεις, τώρα μπορώ να σου πω. Θέλεις;»
Δεν ήξερα αν ήθελα. Ο φόβος μου είχε πάρει μορφή πια, τη μορφή μιας μεγάλης, απειλητικής μαύρης πέτρας.
«Έχεις ακουστά το όριο Κ-Τ, στρατιώτη; Ξέρεις τι είναι;»
«Όχι...»
«Τους δεινόσαυρους όμως τους ξέρεις, έτσι; Άσε με λοιπόν να σου πω την ιστορία τους στα γρήγορα. Οι τύποι αυτοί τριγύριζαν τη Γη κι έκαναν ό,τι ήθελαν για 160 εκατομμύρια χρόνια, πάνω κάτω. Καταλαβαίνεις για τι χρονικό διάστημα μιλάμε; Όλη η ιστορία του φοβερού και τρομερού είδους που ανήκεις δεν είναι ούτε σκουπιδάκι μπροστά στο ερπετοβασίλειο. Ξεκίνησαν από μικρές σαυρίτσες κι έφτασαν να έχουν 60 τόννους βάρος και να τρέμει το χώμα που πατούσαν. Αν κάποιος στην ιστορία της Γης αξίζει να λέγεται αυτοκράτορας, κάποιος δεινόσαυρος θα ήταν, όχι κανα γελοίο κοντό ανθρωπάκι με σύμπλεγμα κατωτερότητας κι ένα τσούρμο κόλακες. Οι σαύρες λοιπόν έφτασαν στον κολοφώνα τους σε μια περίοδο που οι επιστήμονές σου τη λένε Κρητιδική, από κει είναι το πρώτο γράμμα στο όριο Κ-Τ. Εκεί λοιπόν που ήταν οι κυρίαρχοι, ξαφνικά εξαφανίστηκαν, μέσα σε λίγα χρόνια. Κάτι τους τσάκισε και δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Τότε αρχίζει η άλλη περίοδος, η Τριτογενής. Το τι τους τσάκισε το ξέρουν και τα παιδάκια: ένας μετεωρίτης, ή ένας αστεροειδής. Πως το βρήκαν αυτό; Σκάβοντας, στο όριο Κρητιδικής – Τριτογενούς βρήκαν άφθονο ιρίδιο, σε τέτοιες αναλογίες που κανονικά δεν υπάρχουν στη Γη. Το μόνο μέρος που υπάρχει τόσο πολύ ιρίδιο είναι το διάστημα, οι κομήτες κι οι αστεροειδείς και το συνάφι τους. Ένας μεγάλος βράχος, 3-4 χιλιόμετρα, ήρθε κι έπεσε πάνω στα ερπετά κι άνοιξε νέα εποχή. Ε, λοιπόν ξέρεις τι λέω εγώ; Οτι ο βράχος αυτός δεν έπεσε τυχαία. Κάποιος αποφάσισε να τον ρίξει, η ίδια η Φύση, ο Θεός της εποχής, όπως θέλεις πες το. Τον έριξε γιατί ο πλανήτης είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Τα τέρατα θα κυριαρχούσαν για πάντα, με τα μυαλά τους σε μέγεθος καρυδιού και τα σαγόνια τους σε μέγεθος τζίπ. Ήταν τελείως ηλίθια αλλά κανένας δεν μπορούσε να τα απειλήσει, γιατί είχαν τη δύναμη να τσακίζουν όλες τις άλλες μορφές ζωής. Έπρεπε να δοθεί λύση από ψηλά, και δόθηκε, μα την πίστη μου! Το βλέπεις τώρα, στρατιώτη; Βλέπεις οτι είμαστε στα ίδια; Οι ηλίθιοι και παντοδύναμοι που κυβερνούν εκεί κάτω είναι χειρότεροι απ’τις σαύρες, γιατί το μυαλό τους δεν είναι σαν καρύδι. Τσακίζουν όσους θεωρούν κατώτερους απ’αυτούς και τους υπόλοιπους τους έχουν στη μέγγενη με τους εγκεφαλο-ελέγχους, κι οι κρετίνοι το δέχονται, γιατί αισθάνονται ασφαλείς και καλοταϊσμένοι. Ε λοιπόν, η ώρα για το δεύτερο αστεροειδή με το ιρίδιο ήρθε. Θα πάρω με τον τράκτορα τη μεγαλύτερη από τις πέτρες που άκουσες και θα τους φτιάξω ένα δεύτερο Κ-Τ όριο, ή όπως αλλιώς τ’ονομάσουν...»
«Για όνομα του Θεού, Σκόλνι, θα ρίξεις τον αστεροειδή στη Γη; Έχεις τρελλαθεί τελείως, θα καταστρέψεις το μισό πλανήτη!»
«Μπορεί και να’ χω τρελλαθεί, αλλά μπροστά σ’αυτά που τραβάνε μερικοί τώρα, που τους σκοτώνουν λίγους λίγους χωρίς να το μαθαίνει σχεδόν κανείς, τα τέσσερα χρόνια χειμώνας που θα ακολουθήσουν το βράχο μου θα είναι έλεος σε σύγκριση. Κι όσο για τ’ όνομα του Θεού που μου πετάς, ναι, ίσως ο Θεός, ή όποιος άλλος Δημιουργός γουστάρεις, τις έβαλε τις πέτρες εκεί, για μένα. Μόλις μου είπε την ιστορία ο φίλος που τις βρήκε πριν λίγο καιρό, κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω. Αγόρασα τις συντεταγμένες και τον έβαλα να καταστρέψει μετά όλα του τα αρχεία μπροστά μου. Είμαι σίγουρος οτι και την πρώτη σύγκρουση την έκανε κάποιος βράχος απ’αυτή την ομάδα, κοίταξα λίγο τις ταχύτητές τους και μερικοί βρίσκουν την τροχιά της Γης μια χαρά. Η Φύση τσάκισε τα ηλίθια τέρατα πριν 60 εκατομμύρια χρόνια, η ίδια θα τσακίσει και τα τωρινά, γιατί η Φύση, στρατιώτη, είμαστε εμείς, εγώ κι εσύ, κατάλαβες
Είχα καταλάβει, αλλά δυσκολευόμουν να μιλήσω. Η αρχαία τραγωδία μπροστά μου είχε ένα μόνο ήρωα, τον από Μηχανής Θεό, μόνο που εδώ ήταν πάνω σε μια Μηχανή, κι ούτε Θεός δεν ήταν, παρά ένας άνθρωπος σαλεμένος, αποφασισμένος να τιμωρήσει ένα ολόκληρο κόσμο.
«Σκόλνι, δε θα το καταφέρεις αυτό, θα σε δουν να έρχεσαι και θα σε τινάξουν στον αέρα. Κι από δω θα ειδοποιήσουν οτι λείπει ο τράκτορας!»
«Είμαστε εκτός επαφής εδώ και 10 λεπτά, αν δεν το άκουσες. Θα μπορέσουν να ειδοποιήσουν οτι λείπει σε τρείς μήνες κι εγώ θα είμαι εκεί σε δύο: το μήνυμα θα το πάρουν οι κατσαρίδες που θα έχουν επιβιώσει. Οσο για το να με δούν...ναι, θα με δουν. Όταν θα είμαι 100 χιλιόμετρα από πάνω τους, τα ραντάρ θ’αρχίσουν να φωνάζουν σαν τρελλά οτι σε 5 λεπτά επίκειται σύγκρουση κι η τεχνητή τους νοημοσύνη θα ζητάει ταπεινά συγνώμη που δεν πρόβλεψε οτι μπορεί και να υπάρχουν βράχοι που δεν ανακλούν τα ραδιοκύματα κι έχουν αλβεδο σχεδόν μηδέν, κι οτι κάποιος μπορεί ν’ αποφάσιζε να τους φέρει έναν στο κεφάλι. Θα με δουν, ω, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό, και θα’ χουν και πέντε ολόκληρα λεπτά στη διάθεσή τους να με θαυμάσουν...»
«Μα αφού το είχες σχεδιάσει όλο αυτό από πριν, πως δε σ’ έπιασαν στον έλ...»
Σταμάτησα τη φράση μου εκεί, κι ο Σκόλνι δεν μπήκε στον κόπο ν’ απαντήσει. Θυμήθηκα το χόρτο, τα κόκκινα μάτια, το κολλημένο χαμόγελο και το χαρτί με τ’αποτελέσματα που τσαλάκωνε ο ψυχονόμος. Στα μεγάφωνα του πλοίου άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την υπερπροώθηση. Ταυτόχρονα, ένιωσα ένα μικρό, ανεπαίσθητο τράνταγμα: η απαγκίστρωση του τράκτορα.
«Αντε γειά, φαντάρε. Ξέχνα το όλο αυτό το μέρος, δεν αξίζει τον κόπο. Εκεί που πας είναι καλύτερα. Εγώ την κάνω τώρα...πάω να κλείσω τη βρύση που άφησα ανοιχτή.»
Το κανάλι έκλεισε, κι έμεινα μόνος, πιο μόνος παρά ποτέ, ν’ακούω την αντίστροφη μέτρηση. Ακόμα κι αν ήξεραν τι μετρούσαν αντίστροφα στην πραγματικότητα, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Το κανάλι ξανάνοιξε μ’ ένα κλικ, και τινάχτηκα.
«Και... Χουάν;» Πρώτη φορά με φώναζε με τ’όνομά μου.
«Ναι!»
«Την κοπέλλα με τα φλαμένκο και τη φόρμα. Τράβα μίλα της. Την είδα να σε κοιτάζει κι αυτή. Κάνε κάτι που ν’ αξίζει τον κόπο. Έτσι γι’ αλλαγή».
Ξανάκλεισε.

Labels: