Wednesday, February 16, 2005

Περσέας

Αργοπορούσε επίτηδες. Θα μπορούσε να έχει φτάσει ήδη, μα το τραβούσε όσο γινόταν περισσότερο, κι ήταν κιόλας μια ώρα στο δρόμο. Πέρασε πρώτα απ’όλα τα βιο-κτήματα και τις φάρμες, τάχα για να δει πως είναι η κατάσταση, μήπως τα πράγματα έχουν πάρει καθόλου προς το καλύτερο. Ανοησίες, χθες μόλις είχε περάσει ξανά απ’όλα, και δεν υπήρχε λόγος να έχουν αλλάξει σε μια μέρα. Τα ζώα στέκονταν όπως πάντα στις προκαθορισμένες θέσεις τους, εκεί που θα περνούσαν όλη τους τη ζωή—δεν είχαν πόδια, οι γενετιστές τα είχαν απαλλάξει από αυτά εδώ και δεκαετίες. Ούτε και γύρισε κανένα να τον κοιτάξει—δεν είχαν μάτια για να τον δουν, ούτε αυτιά για να τον ακούσουν. Μόνο το στόμα τους είχε απομείνει, κι έβοσκαν ατάραχα στο γρασίδι. Όλα ήταν μια χαρά, εκτός απ’το ότι κάθε φάρμα έπρεπε να έχει καμμιά εκατοστή ζώα, και τώρα υπήρχαν μόνο καμμιά εικοσαριά. Οι Νύμφες τα είχαν αποδεκατίσει.
Κάποιος ονειροπαρμένος κτηνοτρόφος είχε βαφτίσει έτσι τα μεγάλα παράσιτα που είχαν εισβάλλει από το πουθενά στο μικρόκοσμό τους. Κινούνταν λέει με μεγάλη χάρη στον αέρα, με απαλές κυματιστές ωθήσεις. Ήταν σχεδόν απολαυστικό να τα παρακολουθεί κανείς—μέχρι να προσγειωθούν πάνω σε κάποιο ζώο. Εκεί τελείωνε όλη η μαγεία κι έδινε τη θέση της στη φρίκη. Άνοιγαν μια τρύπα στο δέρμα και διοχέτευαν στο θύμα μια νευροτοξίνη. Μέσα σε δυο λεπτά η γλώσσα του άτυχου ζώου είχε πεταχτεί έξω και πέθαινε μέσα σε σπασμούς. Η Νύμφη έφευγε μετά από λίγο, έχοντας απομυζήσει ό,τι σωματικά υγρά μπορούσε να βρεί. Δεν είχαν επιτεθεί μέχρι τώρα σε ανθρώπους, μα κάποιος είχε πλησιάσει πολύ κοντά μια απ’τις πρώτες φορές που είχαν εμφανιστεί, για να δει τι έκανε αυτό το λευκό πέπλο, μισό μέτρο διάμετρο, πάνω στη γελάδα του. Είδε μια μώβ λάμψη, έμεινε για λίγο ακίνητος και μετά σωριάστηκε κάτω, στην ίδια ακριβώς στάση. Έμεινε έτσι τρεις μέρες, κι όταν συνήλθε μιλούσε ασυνάρτητα.
Στάθηκε για λίγο να κοιτάξει τη θέα από το θόλο πάνω απ’το κεφάλι του. Μπορούσε να δει δεκάδες μικρόκοσμους ανά πάσα στιγμή, αλλά αυτός που του άρεσε περισσότερο ήταν η Ευρύκλεια, ο μεγαλύτερος από τους αποικισμένους αστεροειδείς της γειτονιάς τους. Με πάνω από πενήντα χιλιάδες πληθυσμό, τα φώτα της μεγαλύτερης πόλης φαίνονταν καθαρά μέσα απ’το θόλο της. Σύντομα θα έπρεπε οι κάτοικοί της να ριχτούν ξανά στον αποικισμό—άφθονοι αστεροειδείς, πλούσιοι σε νερό τους περίμεναν στην άλλη άκρη της Ζώνης. Αν όμως οι Νύμφες άρχιζαν να μολύνουν κι άλλους μικρόκοσμους, η εξάπλωση έπρεπε να περιμένει. Γι’αυτό έπρεπε όλα να τελειώσουν εδώ, στο δικό του κόσμο, και γρήγορα.
Είχαν εμφανιστεί από το πουθενά, πριν μερικές εβδομάδες. Γοητευτικά όντα στην αρχή, πηγή τρόμου λίγο μετά. Κάποιος είχε καταφέρει να σκοτώσει μία—δεν ήταν αδύνατο, αρκεί να μην την κοίταζες από πολύ κοντά. Πολλαπλασιάζονταν όμως συνεχώς και η προφανής λύση είναι πάντα η ίδια για όλα τα παράσιτα. Τα ξεριζώνεις, αν είναι φυτά. Ή σκοτώνεις τη μητέρα τους.
Ακούμπησε για λίγο κάτω το δρεπάνι πλάσματος που κρατούσε. Ιονοδρέπανο το έλεγαν στους Αστεροειδείς. Δεν ήταν βαρύ για να τον κουράσει—όχι αυτόν, τουλάχιστον. Οι αγρότες της Ζώνης ήταν στιβαροί, γεροδεμένοι άνθρωποι. Ένιωθε όμως παράξενα να το έχει μαζί του για τέτοιο σκοπό—για να σκοτώσει. Μια κυλινδρική λαβή σχεδόν μισό μέτρο μήκος, που έβγαζε μια μαγνητικά ελεγχόμενη λεπτή δέσμη πλάσματος. Με θερμοκρασία άστρου, έκοβε οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του—κατά κανόνα κρέας στα σφαγεία, ή κλαδιά δέντρων. Ήταν ό,τι κοντινότερο είχαν σε όπλο κι αυτό είχε πάρει μαζί του. Προτιμούσε να το σκέφτεται σα σπαθί, μάλλον, παρά σαν δρεπάνι, μήπως κι έτσι αποκτούσε λίγο απ’το κουράγιο των ιπποτών στα μυθιστορήματα. Γιατί το φοβόταν το πλάσμα που γεννούσε τις Νύμφες.
Πως να ήταν; Μια Νύμφη, πιο μεγάλη από τις άλλες, σίγουρα. Ή μήπως όχι; Ένας τολμηρός νεαρός είχε ακολουθήσει μερικά από τα πλάσματα, μετά το σούρουπο. Τελικά χάθηκαν όλες μαζί πίσω από ένα βράχο δίπλα στο ποτάμι κι ο νεαρός άκουσε μερικές περίεργες φωνές. Δεν είχε μείνει ούτε στιγμή παραπάνω, είχε γυρίσει πίσω στο χωριό τους άσπρος απ’το φόβο του κι είχε αναφέρει στους Γεροντότερους. Κι αυτοί, ζήτησαν ένα εθελοντή...
Κάθισε για λίγο σε ένα βράχο. Χιλιάδες μικρές πεταλούδες ένιωθε να σαλεύουν στο στομάχι του, κι οι παλάμες του είχαν ιδρώσει. Μα δεν ήταν μόνο ο πανάρχαιος φόβος του άγνωστου τέρατος που τον έκανε να σαστίζει. Ήταν και μια αίσθηση πως κάποτε τα είχε ξαναζήσει όλα αυτά, πως ο φόβος, οι Νύμφες, και το σπαθί, ήταν πράγματα που τα ήξερε, κομμάτι από τις αναμνήσεις του...

* * *

(κάπου αλλού, χιλιάδες χρόνια πριν...)

Σηκώθηκε απ’το βράχο, ξαναπήρε το σιδερένιο σπαθί στο χέρι του κι έλεγξε την κόψη του στο δάχτυλό του. Το είχε δώσει στο σιδερά του χωριού να το ακονίσει, το ίδιο πρωί. Τον είχε ακούσει να μουρμουρίζει ξόρκια πάνω από τον τροχό του, κι είχε χαμογελάσει—δεν πίστευε αυτός στη δύναμη που θα έδιναν οι Θεοί από το βουνό τους στο σπαθί του, μόνο στο θάρρος του πίστευε, και στη δύναμη στο δεξί του μπράτσο. Δεν μπορούσε όμως να βγάλει απ’το μυαλό του τους θρύλους που είχε ακούσει παλιά για τη Μητέρα των Νυμφών της θάλασσας.Για τα μαλλιά της, ζωντανά φίδια που στριφογύριζαν παντού γύρω της και την προστάτευαν. Για το βλέμμα της, που μαγνήτιζε. Και για τη φρικτή της όψη, που πέτρωνε όποιον την κοίταζε καταπρόσωπο. Δεν είχε δώσει σημασία τότε—ακόμα ένα τέρας, από τα αναρίθμητα στον κόσμο. Κι άλλωστε, μερικά από τα χειρότερα έχουν μορφή ανθρώπου. Μα τώρα ήταν αλλιώς. Τα παιδιά της είχαν κατακλύσει τις θάλασσες και τα ψαροχώρια όπως το δικό του κόντευαν να λιμοκτονήσουν γιατί στα δίχτυα τους δεν έπιαναν τίποτα πια.
Κατηφόρισε προς τη θάλασσα. Ο καυτός ήλιος ζέσταινε τους ώμους του, μα παρ’όλα αυτά ένιωθε να κρυώνει. Κοίταξε λίγο προς τα πάνω το ασυννέφιαστο γαλάζιο κι άθελά του παρακάλεσε τον αρματηλάτη θεό να του δώσει δύναμη—ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του ζητούσε κάτι. Μια ξαφνική κίνηση στα δεξιά του τον έκανε να γυρίσει απότομα. Ήταν ένα μικρό αγριοκάτσικο, που χοροπήδησε προς το μέρος του και πλησίασε λίγο για να τον κοιτάξει περίεργο. Του έτεινε το χέρι του, κι αυτό έφυγε τρομαγμένο.
Συνέχισε το δρόμο του. Η αύρα κι η μυρωδιά της θάλασσας τον έφτασαν. Στ’αυτιά του άκουγε ακόμα τις τελευταίες συμβουλές του γέρου σοφού του χωριού, αδερφού της μητέρας του. «Να την προσέχεις τη Μέδουσα, αγόρι μου. Να κοιτάς αλλού όταν την πλησιάζεις. Πέτρα γίνεται όποιος την αντικρύζει κι η ψυχή του θα τριγυρίζει στα Τάρταρα αιώνια. Μα όταν βρεθείς μπροστά της, μη φοβηθείς. Κόψε το φριχτό της κεφάλι κι απάλλαξέ μας απο αυτήν και τα παιδιά της. Μη μας αφήσεις να πεινάσουμε, αγόρι μου». Σε μια σπηλιά στη ρίζα του βράχου, είχαν πει οι ψαράδες, μαζεύονταν τα βράδυα οι Νύμφες της θάλασσας. Έρχονταν να βρούν τη μητέρα τους που φώλιαζε μέσα. Στην ίδια σπηλιά που τα παιδιά φοβόταν να κολυμπήσουν παλιά, γιατί άκουγαν τάχα τις φωνές των πνιγμένων.
Έφτασε στο τέρμα του μονοπατιού, και στάθηκε μια στιγμή ν’αγναντέψει τη γαλαζοπράσινη απεραντοσύνη μπροστά του. Ποιός ξέρει, αν ήταν για τελευταία φορά. Μα δεν μπορούσε να κάνει πίσω τώρα. Οι ικεσίες των δικών του ανθρώπων δε σήκωναν κανένα δισταγμό. Έβγαλε το δερμάτινο θώρακα του και τον άφησε στο χώμα. Πλησίασε στην άκρη του βράχου κι άφησε το σπαθί να πέσει στο νερό. Περίμενε μέχρι να το δει να γυαλίζει ακίνητο στο βυθό και μετά βούτηξε κι ο ίδιος, απο οκτώ μέτρα ύψος.

* * *

Βγήκε από το νερό κρατώντας το ιονοδρέπανο ίσια μπροστά του και προχώρησε πολύ αργά προς τα εμπρός. Του φαινόταν πως η ανάσα του έκανε πάρα πολύ θόρυβο κι οι παλμοί του αντηχούσαν υπόκωφα. Ήθελε να εμποδίσει το μυαλό του να σκέφτεται τι μπορεί να αντίκρυζε στην άλλη μεριά του βράχου. Όλοι οι αρχέγονοι φόβοι, τα τέρατα του σκοταδιού που τα παιδιά τους δίνουν ονόματα για να τα κάνουν λιγότερο τρομαχτικά, ο ατταβιστικός τρόμος του σαρκοφάγου που κρύβεται στις λόχμες, όλα όρμησαν να του παραλύσουν το μυαλό. Μέχρι που η ησυχία έσπασε.
Μια νότα ψηλή και καθαρή γέμισε τον αέρα, έπεσε λίγο κι ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, κρυστάλλινη και δυνατή. Πίσω από το βράχο πρόβαλλε μια Νύμφη πετώντας αργά, με το κεφάλι της να κοιτάει προς τα πίσω, εκεί απ’όπου έφευγε. Του φάνηκε πως είδε κάτι σαν χέρι να σηκώνεται αργά και να ξεπροβοδίζει τη Νύμφη. Κι αυτή γύρισε προς τα εμπρός και συνέχισε να πετάει, πιο γρήγορα τώρα, με μικρές λεπτεπίλεπτες κινήσεις. Κατευθύνθηκε αργά προς το θόλο μέχρι που χάθηκε απ’τα μάτια του κι ανακατεύτηκε με τις άλλες φωτεινές κηλίδες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα αυτές, τους Αστεροειδείς της Ζώνης.
Η νότα στον αέρα χαμήλωσε κι αναλύθηκε σε αρμονικές μέχρι που σιγά σιγά χάθηκε, και μαζί της κι η γαλήνη που τον είχε κυριέψει για μια στιγμή. Ο φόβος άρχισε πάλι να έρπει στα σωθικά του κι έσφιξε ξανά το ιονοδρέπανο περπατώντας αργά γύρω από το βράχο. Προχώρησε μέχρι που προσπέρασε και την τελευταία πέτρινη προεξοχή που του έκρυβε τη θέα, και κοίταξε.
Μια ακαθόριστη, κυματιστή γυναικεία φιγούρα στεκόταν όρθια στη ρίζα του βράχου και φαινόταν να κοιτάει προς το θόλο, προς τα εκεί που είχε απομακρυνθεί η Νύμφη. Ήταν σαν να κοίταζε μια ζωγραφιά μέσα από μια κινούμενη ομίχλη. Φαινόταν να πάλλεται ολόκληρη και τα κατάμαυρα πυκνά μαλλιά της στριφογύριζαν κι αυτά κυματιστά, σα να ήταν ζωντανά, με δική τους βούληση. Δεν μπορούσε να δει τα πόδια της—η εικόνα ήταν τελείως συγκεχυμένη εκεί και δεν μπορούσε να καταλάβει αν πράγματι στεκόταν όρθια ή αν έβγαινε μέσα απ’το βράχο. Τον αντιλήφθηκε, και γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει.
Πέτρωσε εκεί που στεκόταν. Μα όχι από τρόμο. Δεν ήξερε τους αρχαίους μύθους, κι αν τους ήξερε θα τους περιφρονούσε από δώ και πέρα—γιατί τα είχαν πει όλα λάθος. Το ωραιότερο πρόσωπο που είχε δει ποτέ στη ζωή του τον κοίταζε τώρα κατάματα, κι η τρυφερότητα κι η αγάπη που είχαν ζωγραφιστεί πάνω της καθώς κοίταζε τη Νύμφη δεν είχαν σβήσει ακόμα καθώς γύριζε προς το μέρος του. Ένα ζευγάρι κατάμαυρα μάτια, κάπως σχιστά, στάθηκαν πάνω του κι ένιωσε τα γόνατά του αδύναμα. Νόμισε πως μέσα στο μυαλό του σχηματίστηκαν εικόνες από απύθμενα γαλάζια βάθη, θαλάσσια κήτη, κοράλλια κι ανεμώνες. Και την άλλη στιγμή, παράξενοι γαλαξίες και πλανήτες με τεράστιους ωκεανούς. Το ίδιο το δέρμα της είχε γαλάζιο χρώμα, σα να’ταν ένα κομμάτι από τη ζωντανή ψυχή της θάλασσας. Το στόμα της ήταν μικρό, με λεπτά χείλη κλεισμένα σφιχτά, σε μια ακαθόριστα λυπημένη έκφραση. Μα σιγά σιγά, καθώς τον κοίταζε, έλυσαν σε ένα μικρό χαμόγελο και στο βλέμμα της ζωγραφίστηκε μια γελαστή απορία—και μαζί μια πρόσκληση.
Βγήκε λίγο από το σάστισμα της πρώτης στιγμής και προχώρησε αργά προς το μέρος της, μαγεμένος. Ήθελε να νιώσει τα μαύρα της μαλλιά να τον τυλίγουν, να γίνει ένα με το γαλάζιο της. Έφτασε λίγα εκατοστά από το πρόσωπό της κι εκείνο το μικρό, λεπτό χαμόγελο δεν τον άφηνε να κοιτάξει αλλού. Έκλεισε τα μάτια του κι έσκυψε μέχρι που τα χείλη τους ακούμπησαν κι ένιωσε τα στήθη της να πάλλονται, δροσερά πάνω στο δικό του. Οι απόμακρες εικόνες στο μυαλό του ζωντάνεψαν και τον τύλιξαν, και βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε μακρινές θάλασσες να κολυμπά δίπλα σε σελάχια, να βουτά μαζί με τις όρκες σε σκοτεινά βάθη, να πηδά έξω απ’το νερό μαζί με τα δελφίνια και να αντικρύζει διπλούς ήλιους και κόκκινες ακτές. Και παντού γύρω του, χιλιάδες Νύμφες. Απέραντες γαλάζιες εκτάσεις τον κυρίεψαν κι ένιωσε να χάνεται. Πισωπάτησε με κόπο κι ένιωσε τα λεπτά γαλάζια χείλη να τον αφήνουν με λύπη.
Στάθηκε εκεί, ένα βήμα μακρυά της, άφωνος. Οι θάλασσες στο μυαλό του δεν έλεγαν να σβήσουν, μα ξαφνικά όλα χάθηκαν όταν ένιωσε κάτι να κινείται πίσω του. Γύρισε απότομα κι αντίκρυσε μια Νύμφη να τον πλησιάζει με τις λεπτές, νωχελικές κινήσεις της. Τον κυρίεψε πανικός και ξέχασε για μια στιγμή τη μπλέ οπτασία πίσω του. Οι φλέβες του γέμισαν με την αδρεναλίνη του φόβου, έσφιξε το ιονοδρέπανο στο χέρι του και χτύπησε μ’όλη του τη δύναμη. Τίποτα δεν μπορούσε ν’αντισταθεί στη δέσμη πλάσματος κι η νεκρή Νύμφη σωριάστηκε μαλακά στην όχθη. Την ίδια στιγμή ένιωσε ένα δυνατό κύμα πόνου, απορίας κι απέραντης θλίψης να έρχεται από πίσω του. Μισογύρισε, κι είδε τη Μητέρα να κυλάει γρήγορα προς το μέρος του με τα χέρια της απλωμένα και την αγωνία να έχει παραμορφώσει το ονειρικό της πρόσωπο. Δεν ερχόταν κατά πάνω του. Στην κόρη της πήγαινε, που κοίτονταν νεκρή στις πέτρες. Μ’αυτός δεν το ήξερε. Πριν προλάβει να σκεφτεί τι έκανε, στριφογύρισε το ιονοδρέπανο και χτύπησε πάλι, οριζόντια.

* * *

Έμεινε ακίνητος, σαστισμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως έβλεπε μπροστά του το σώμα της σωριασμένο, άψυχο, χωρίς να πάλλεται άλλο. Η γαλάζια ζωγραφιά είχε γίνει τραγική καρικατούρα, καθώς το σώμα της δεν ήταν ολόκληρο—το όμορφο κεφάλι της κείτονταν λίγο πιο πέρα, σκεπασμένο από πυκνά μαύρα μαλλιά που δε φιδογύριζαν πια. Δεν υπήρχε πουθενά αίμα, μια λάμψη μόνο είχε δει τη στιγμή που τη σκότωνε. Μα είχε νιώσει καθαρά πως μαζί της πέθαναν και χιλιάδες αναμνήσεις από θάλασσες σε μακρινούς κόσμους που έστελνε τα παιδιά της να κολυμπήσουν, εδώ και αιώνες. Ένα πανάρχαιο, θαυμαστό πλάσμα είχε πεθάνει από τα χέρια του. «Μη μας αφήσεις να πεινάσουμε, αγόρι μου...». Η αποστολή είχε τελειώσει μα ήταν ένα φριχτό, ένα τρομερό λάθος. Δεν είχε κανένα δικαίωμα αυτός, ένας αγρότης, να σκοτώσει κάτι που τον ξεπερνούσε τόσο πολύ. Είχε πέσει σε τεράστια Ύβρη κι η κατάρα θα τον κυνηγούσε πια αιώνια, το ήξερε. Έσκυψε, σήκωσε με τρυφερότητα το κεφάλι κι έφυγε από τη σκοτεινή πια σπηλιά με βήματα αργά, βαριά.
Λίγη ώρα αργότερα ανηφόριζε ξανά το μονοπάτι που θα τον έβγαζε πίσω στο χωριό. Τα ζώα στο δρόμο απέφευγαν να τον πλησιάσουν, ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Το σιδερένιο σπαθί στο δεξί του χέρι έμοιαζε ασήκωτο. Δε θα το χρησιμοποιούσε ποτέ ξανά, είχε κι αυτό βοηθήσει στο έγκλημα. Στο αριστερό του κρατούσε ακόμα το κομμένο κεφάλι. Δεν τολμούσε καθόλου να το κοιτάξει—του φαινόταν πως αν συνειδητοποιούσε πραγματικά αυτό που έκανε, θα έστρεφε το σπαθί στον εαυτό του. Πλησίασε στα πρώτα σπίτια του χωριού, κι είδε μερικά παιδιά να στέκονται και να τον κοιτάζουν απο την άκρη του δρόμου. Λίγο πιο πάνω στέκονταν περισσότεροι και στην Πλατεία θα τον περίμεναν οι Πρεσβύτεροι. Παρατήρησε τα απορημένα βλέμματά τους, γεμάτα θαυμασμό, να κοιτάνε αυτό που κρατούσε. Μερικές λέξεις ακούγονταν: «Η Μέδουσα...» «Νεκρή...» «Επιτέλους...» Δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να περπατάει, σκυφτός κι αμίλητος. Αλλιώς την είχε φανταστεί την είσοδό του, θριαμβευτική.
Έφτασε στην πλατεία. Οι φωνές είχαν αρχίσει να ζητωκραυγάζουν κι αυτός τις άκουγε σαν να φώναζαν απ’τον Άδη. Στη μέση των συγκεντρωμένων τον περίμενε ο Γεροντότερος, ο θείος του. Δε σήκωσε το κεφάλι του να τον κοιτάξει, ούτε αυτόν ούτε τους άλλους. Αν του έλεγαν κάτι, αυτός δεν άκουγε. Πέταξε μόνο το κεφάλι στα πόδια τους και το σπαθί το κάρφωσε δυνατά στο χώμα, δίπλα του.

* * *

Έσπρωξε ανάμεσα απ’το πλήθος για ν’ανοίξει δρόμο να φύγει. Κάποιος τον κοίταξε μ’απορία.
«Πού πας, Περσέα;»
Δεν απάντησε. Έδειξε μόνο με το δάχτυλο τη λαμπερή Ευρύκλεια, με τα σκάφη της έτοιμα να φύγουν για καινούργιους κόσμους. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο σε αυτόν εδώ.

Labels: ,

0 Comments:

Post a Comment

<< Home